Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Η προετοιμασία του στοιχείου της ώριμης επιστήμης



Υποσημείωση από Φαινομενολογία του Νου, μτφ. Γ. Φαράκλας ,σελ. 729. Εντός της αγκύλης οι σημειώσεις δικές μου.

«Η εμπειρία(Empirie) δεν είναι μόνο και μόνο παρατηρώ ,ακούω ,άπτομαι κτλ. αντιλαμβάνομαι το καθέκαστον, παρά την ενδιαφέρει κυρίως να ανεύρει είδη, καθολικό ,νόμους. Και εφ’ όσον τα παράγει αυτά,συναντά το πεδίο της έννοιας- δημιουργεί κάτι που ανήκει στο πεδίο της ιδέας ,της έννοιας· προετοιμάζει το εμπειρικό υλικό για την έννοια, που αυτοδικαίως αυτή το παραλαμβάνει μετά. Η ιδέα, όταν η επιστήμη είναι έτοιμη, πρέπει να εκπορεύεται από τον εαυτό της –η επιστήμη παύει να αρχίζει από το εμπειρικό· αλλά για να καταστεί έτοιμη, χρειάζεται η πορεία από το καθέκαστον, από το επιμέρους προς το καθόλου.[όπως γνωρίζουμε στην διδασκαλία περί της Έννοιας η κίνηση των κατηγοριών γίνεται από το καθολικό προς το μερικό(επιμέρους) και το ενικό(καθέκαστον). Αυτό δείχνει ότι στην ώριμη επιστήμη ξεκινάμε από τους πλέον αφηρημένους προσδιορισμούς(καθαρό Είναι-μηδέν, εμπόρευμα καθαυτό και καπιταλιστικό εμπόρευμα χωρίς όμως να γνωρίζουμε τι σημαίνει καπιταλιστικό εφόσον δεν έχουμε μελετήσει την ουσία της Κεφαλαιοκρατίας) Έτσι η μετάβαση από την ανώριμη επιστήμη στην ώριμη γίνεται με ακριβώς την αντίστροφη διαδικασία. Η εγελιανή αυτή φράση δεν διαφέρει καθόλου από την αντίστοιχη μαρξική στα Grundrisse. ][…] Το σύνολο της ιδέας εντός εαυτής είναι η ολοκληρωμένη επιστήμη και το άλλο είναι η αφετηρία, η πορεία της γένεσής της. Αυτή η πορεία της γένεσης της επιστήμης είναι διαφορετική από την πορεία της μέσα της, όταν είναι έτοιμη ,όπως η πορεία της ιστορίας της φιλοσοφίας και η πορεία της ίδιας της φιλοσοφίας. Μέσα σε κάθε επιστήμη ξεκινάμε από αρχές, αυτές είναι στην αρχή αποτέλεσμα του επιμέρους· αν είναι όμως η επιστήμη έτοιμη, τότε ξεκινάμε από εκεί. Όμως όπως  […] Στην συνείδηση [η φιλοσοφία] υιοθετεί μετά την στάση ότι κόβει τις γέφυρες πίσω της· φαίνεται να ελίσσεται ελεύθερα μόνο στον δικό της αιθέρα, να εκδιπλώνεται χωρίς αντίσταση σε αυτό το στοιχείο, χωρίς αντίδραση· αλλά το να κατακτηθεί αυτός ο αιθέρας και η μέσα του εκδίπλωση είναι κάτι άλλο»(Ιστορία της φιλοσοφίας ,W 20, 78-80).

Όπως προσθέτει ο Φαράκλας στην ίδια υποσημείωση «Η  Φαινομενολογία είναι η εμπειρική προετοιμασία που προηγείται της εγγενούς εννοιολογικής έκθεσης της εκάστοτε επιστήμης, αλλά δεν αφορά μια επιστήμη, αφορά την ίδια την επιστήμη εν γένει(την φιλοσοφία ως όρο δυνατότητας των επιμέρους επιστημών), κατακτά τον ‘’αιθέρα’’».

Αυτό σημαίνει ότι η Φαινομενολογία αποτελεί προϋπόθεση για να φθάσουμε στο στοιχείο της επιστήμης εν γένει. Όμως η Φαινομενολογία δεν συνιστά την ανάβαση από το εμπειρικό στο αφηρημένο ως προϋπόθεση για να μπούμε στην λογική ή σε οποιαδήποτε άλλη επιστήμη. Η ανάβαση αυτή φέρει την ιδιοτυπία της εκάστοτε επιστήμης


Το παράδειγμα της σχέσης φυσικής επιστήμης και φιλοσοφικής επιστήμης της φύσης

Η πιο εμβληματική διατύπωση για την σχέση των δύο βρίσκεται στον πρόλογο της Φαινομενολογίας όπου προσδιορίζει την αποστολή του η οποία είναι «το να καταδείξω[-ει] ότι έφθασε η χρονική στιγμή να υψωθεί η φιλοσοσφία σε επιστήμη»[1]. Η διαφορά της δικής του (φιλοσοφικής)επιστήμης σε σχέση με τις εμπειρικές, φυσικές επιστήμες έγκειται στο ότι οι τελευταίες παραμένουν προσκολλημένες στις αφαιρέσεις της διάνοιας, ενώ ο ίδιος θα ανεβάσει αυτές τις επιστήμες στο επίπεδο του λόγου. Εξ ου και χρησιμοποιεί τόσο την έννοια φιλοσοφία(της φύσης ,του πνεύματος) όσο και τον όρο επιστήμη. Στην πραγματικότητα αυτό που έχει στο νου του είναι ότι οι θετικές επιστήμες δεν μπορούν από την φύση τους να ανέλθουν στο επίπεδο του λόγου και αυτό είναι καθήκον της φιλοσοφίας ,η οποία χρησιμοποιώντας τα δεδομένα τους, αποσπάται από αυτά και ανέρχεται στον λόγο ,«Το υλικό προετοιμασμένο από την εμπειρία της φυσικής παραλαμβάνεται από την φιλοσοφία της φύσης από το σημείο στο οποίο το είχαν φθάσει οι φυσικοί και ανακατασκευάζεται χωρίς καμία περαιτέρω αναφορά στην εμπειρία ως την βάση της επαλήθευσης»[2] . Το απόσπασμα πέραν του προφανούς ρεαλιστικού(υλιστικού) προσανατολισμού του παρουσιάζει επιπλέον διπλό ενδιαφέρον: Πρώτον, γιατί ακριβώς μας δείχνει ότι το ανώτερο επίπεδο της επιστήμης είναι αυτό του λόγου ,όπου εκεί δεν υπάρχει πλέον επαφή με την εμπειρία(βλ. πως ο ορίζει ο Καντ τον λόγο στην υπερβατολογική διαλεκτική) και δεύτερον, απαντάει κατά κάποιο τρόπο τρόπο στις μεταγενέστερες θέσεις του νεοθετικισμού ,ο οποίος θεωρεί το πείραμα ως sine qua non τεκμήριο επιστημονικότητας.

Ποιά είναι λοιπόν η βασική κατηγορία που απευθύνει ο Χέγκελ στην επιστήμη της φυσικής; «το καθολικό της φυσικής είναι αφηρημένο και απλά μορφικό· η προσδιοριστικότητά του δεν είναι εμμενής σε αυτό, και δεν μεταβαίνει στην μερικότητα» και γι’ αυτό το περιεχόμενό της είναι «χωρισμένο, διαμελισμένο, μερικοποιημένο και έχει έλλειψη της αναγκαίας σύνδεσης με τον εαυτό του»[3]. Όμως αυτό που έχει διαμελισθεί «πρέπει να υπαχθεί στην σκέψη, ώστε αυτός ο διαμελισμός να αποκατασταθεί σε απλή καθολικότητα διαμέσου της σκέψης…η φιλοσοφική καθολικότητα δεν είναι αδιάφορη στους προσδιορισμούς»[4], ενώ λίγες γραμμές πιο παραπάνω μίλησε για «οργανικό όλο», «λογική ολότητα». Όπως έχει ήδη πει από την πρόλογο της Φαινομενολογίας «η αλήθεια ,δεν μπορεί παρά να είναι μόνο το επιστημονικό σύστημα αυτής της αλήθειας»[5].

Υπάρχει όμως και ένα μελανό σημείο στην εγελιανή άποψη περί επιστήμης το οποίο κατά τη γνώμη μας είναι εξαιρετικά κομβικό. Το γεγονός ότι το σύνολο των επιστημών στην εποχή του Χέγκελ βρισκόταν είτε στο επίπεδο της ανάλυσης(φυσική, χημεία), δηλ. στην ανάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο(διάνοια) ή δεν είχε καν συγκροτηθεί σε επιστήμη(βιολογία, ψυχολογία) ,τον ώθησε στο να πιστέψει ότι θα μπορούσε η φιλοσοφία(λόγος) να καλύψει αυτό το κενό. Και κάτι ακόμα χειρότερο ,θεώρησε ότι ο λόγος είναι κάτι το οποίο ανήκει αποκλειστικά στην φιλοσοφία και ότι οι επιστήμες μπορούν να φθάσουν μέχρι το επίπεδο της διάνοιας και από εκεί και πέρα αναλαμβάνει ρόλο η φιλοσοφία υποκαθιστώντας τις.  Εδώ ήδη διακρίνονται τα νομοτελή όρια της εγελιανής φιλοσοφίας ,καθώς στο βαθμό που οι επιστήμες ήταν ελλιπώς αναπτυγμένες στην εποχή της ,αυτή ανέλαβε να καλύψει αυτό το κενό. Το πλεονέκτημα της εποχής μας ,πέραν του ότι οι φυσικές επιστήμες έχουν αναπτυχθεί εξαιρετικά[6] ,είναι ότι έχουμε τουλάχιστον μία επιστήμη που έχει προβεί στην ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο και αυτή είναι η πολιτική οικονομία της Κεφαλαιοκρατίας με το Κεφάλαιο του Κ.Μαρξ. Ο Χέγκελ στο βαθμό που έπρεπε να δομήσει ένα απόλυτο σύστημα(κατά την παράδοση της εποχής του όπως μας λέει και ο Ένγκελς στον Λ.Φούερμπαχ) δεν μπορούσε παρά να καλύψει το επιστημονικό κενό με φιλοσοφία.


------------------

[1] Φαινομενολογία, σελ. 126
[2] Philosophy of Nature, σελ. 201 ,1ος  Τόμος.
[3] Philosophy of Nature, σελ. 202 ,1ος  Τόμος και συνεχίζει ο Χέγκελ επεξηγώντας αυτό που λέει με ένα παράδειγμα «Πάρτε ένα λουλούδι για παράδειγμα. Η διάνοια μπορεί να επισημάνει τις επιμέρους ποιότητες, και η χημεία μπορεί να το κόψει και να το αναλύσει. Το χρώμα του ,το σχήμα των φύλλων,υδρογόνο, άνθρακας κτλ. μπορούν να διακριθούν» . Σύγκριση μάλιστα αυτών με τα λόγια του Βαζιούλιν «Λόχου χάρη, στη βιολογία, μέχρι σήμερα με αναλυτικό τρόπο εξετάζεται κατά κύριο λόγο, μεταξύ άλλων, ο ανθρώπινος οργανισμός. [Εδώ] ωριμάζει, διανοίγει το δρόμο της η συνθετική προσέγγιση, αλλά δεν έχει καταστεί δεσπόζουσα. Αυτό είναι εμφανέστατο στη σύγχρονη ιατρική, η οποία εδράζεται στο σύγχρονο επίπεδο ανάπτυξης της βιολογίας. Ο άνθρωπος γίνεται αντικείμενο θεραπείας κατά μέρη: θεραπευτικές αγωγές ασκούνται στα ώτα, στα μάτια, στη ρίνα, στους νεφρούς κ.ο.κ., ενώ διαφεύγει της προσοχής των θεραπόντων ο άνθρωπος ως ολότητα. Οι απόπειρες χρησιμοποίησης της αρχαίας ιατρικής, ιδιαίτερα αυτής της Άπω Ανατολής, δεν μπορούν να διορθώσουν ριζικά την κατάσταση, διότι οι αρχαίοι είχαν μια κατ' εξοχήν χαώδη αντίληψη για τον άνθρωπο»http://dieaufhebung.blogspot.gr/2012/12/blog-post.html
[4] Στο ίδιο ,σελ. 203
[5] Φαινομενολογία, σελ. 125
[6] Κατά τον Βαζιούλιν πάντως και όχι αδικαιολόγητα οι φυσικές επιστήμες βρίσκονται ακόμα στο επίπεδο της ανάλυσης «Η ανάπτυξη των αντικειμένων των επιστημών, όπως και η ανάπτυξη των ίδιων των επιστημών, είναι μια φυσικοϊστορική, νομοτελής διαδικασία. Η πλειονότητα των σύγχρονων επιστημών, κατά τη γνώμη μου, δεν έχουν επιτύχει ακόμα ανεπτυγμένη μορφή»http://dieaufhebung.blogspot.gr/2012/12/blog-post.html



Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ερώτηση 1

Είναι γνωστή η σκέψη του Μαρξ περί δύο σταδίων της επιστημονικής μεθόδου. Το πρώτο είναι η ανάβαση από το εμπειρικό συγκεκριμένο προς το νοητικά αφηρημένο. Το στάδιο αυτό το διέβη κυρίως η πολιτική οικονομία του 17ου αι. σύμφωνα με τον Μαρξ. Ξεκίνησε λοιπόν αυτή από εμπειρικές παραστάσεις όπως πληθυσμός και έφθασε σε νοητικές αφαιρέσεις.

Το δεύτερο στάδιο είναι η ώριμη επιστήμη("ορθή επιστημονική μέθοδος" κατά Μαρξ ,αν και νομίζω ότι το ώριμη είναι ορθότερο από το "ορθή"). Εδώ έχουμε τους Σμιθ, Ρικάρντο και Μαρξ. 

Έχουμε λοιπόν το Κεφάλαιο το οποίο συνιστά την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Θεωρητικά μιλώντας δεν χρειάζεται να διαβάσουμε Σμιθ και Ρικάρντο(παρά μόνο για ιστορικούς λόγους και για να καταλάβουμε καλύτερα την ώριμη επιστήμη) καθώς η ανάβαση ενυπάρχει στον Μαρξ. Προς το παρόν δεν βλέπω κάποιο λόγο για να αρνηθώ την ορθότητα αυτής της άποψης.

1α) Όμως πως αναπαριστάται κατηγοριακά σε επίπεδο πολιτικής οικονομίας (αλλά και θεωρίας της γνώσης κατ' επέκταση) η ανάβαση από το εμπειρικό στο αφηρημένο; Σε επίπεδο υποκειμενικής λογικής παίρνουμε κάποιους συγγραφείς και λέμε σε τι επίπεδο(σχέση Είναι -ουσίας) έφθασε την επιστήμη ,έχοντας ήδη εμείς κατακτήσει την σκοπιά της ώριμης επιστήμης(με το Κεφάλαιο). Αλλά όταν μιλάμε για ανάβαση από το εμπειρικό στο αφηρημένο ,δεν εξετάζουμε συγγραφείς αλλά τον τρόπο που κινήθηκε η ίδια η σκέψη σε καθαρή μορφή. 

Θα δώσω ένα παράδειγμα. Ο Μαρξ λέει ότι ξεκίνησε η πολιτική οικονομία πχ. από τον πληθυσμό, ο οποίος είναι μια πολύ συγκεκριμένη κατηγορία που περιλαμβάνει πλήθος από πιο αφηρημένες κατηγορίες ,τις οποίες πρέπει να αναλύσουμε πρώτα ,αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον πληθυσμό. Τότε όμως το πιο συγκεκριμένο(πληθυσμός) ,θα παρουσιαστεί στην σκέψη ως αποτέλεσμα, άρα πλέον όχι ως κάτι χαωτικό αλλά ως σύνολο προσδιορισμών. Όμως από το χαωτικό η μετάβαση προς τις αφαιρέσεις κρύβει κάποια νομοτέλεια ή είναι κάτι τυχαίο; Έχει δηλαδή κάποια δομή ,την οποία έστω και εκ των υστέρων να μπορούμε να την ανακαλύψουμε; Η απάντηση στην ερώτηση αυτή έχει τεράστια σημασία κατά τη γνώμη μου,γιατί θα μπορούσε να αποτελεί μπούσουλα(μέθοδο δια προεκβολής) για κάθε νέα επιστήμη. Πιστεύω πως απάντηση υπάρχει ,γιατί αν δεν υπάρχει σημαίνει ότι η αφετηρία της επιστήμης βασίζεται στην τυχαιότητα. Ο Χέγκελ στην φαινομενολογία δείχνει ότι η πιο απλή μορφή συνείδησης(αισθητήρια βεβαιότητα) οδηγεί στην επόμενη πιο σύνθετη. Ο Χέγκελ αποκόβει στο συγκεκριμένο κείμενο την πρακτική ως παράγοντα που ωθεί την συνείδηση σε άλματα προς τα μπρος και εξετάζει την μετάβαση σε καθαρή μορφή. Παρόλα αυτά για την επιστημονική σκέψη(και γενικά για τον μεμονωμένο άνθρωπο) η συνείδηση έχει μια σχετική αυτονομία στο βαθμό που πρόκειται για ένα άτομο κοινωνικά προσδιορισμένο ,που φέρει μέσα σε λανθάνουσα μορφή όλη την κοινωνική εμπειρία και πρακτική .  Αν η συνείδηση στην σχέση της με το αντικείμενο της γνώσης διέπεται από νομοτέλειες, τότε ακόμα και η επιστημονική συνείδηση(που όπως δείχνει ο Πατέλης εναργώς στην διαμόρφωση των προϋποθέσεών της δεν είναι ακόμα καν επιστήμη ,αλλά φέρει μέσα της και το εμπειρικό-πρακτικό σκέλος-κερδος για τους μερκαντιλιστές) στο πρώτο στάδιο της ανάβασης(συγκεκρ->αφηρημένο) διέπεται από νομοτέλειες. Ίσως βέβαια ,όπως παρατηρεί ο Κουν , το στοιχείο της τύχης να είναι πιο έντονο για τα πρώτα στάδια της επιστήμης. Αλλά αυτό δεν μεταβάλει την ερώτησή μας, απλά κάνει πιο σύνθετη την απάντηση.

1β) Έστω ότι η ώριμη επιστήμη προϋποθέτει τις κατηγορίες της πρώτης ανάβασης. Ποιά η σχέση των κατηγοριών αυτών με τις κατηγορίες ,όπως διαμορφώνονται με την δεύτερη ανάβαση. πχ. η "εργασία" για τους φυσιοκράτες που αντιπροσωπεύουν την πρώτη ανάβαση διαφέρει άπειρα από την "εργασία" ως κατηγορία στον Μαρξ(ώριμη επιστήμη); Αυτό δεν αφορά μόνο την ωρίμανση του ίδιου του αντικειμένου, που πράγματι συντελέσθηκε στο μεσοδιάστημα αλλά και το ότι η ανώριμη επιστήμη ,δεν μπορεί να κάνει τις σωστές αφαιρέσεις γιατί δεν έχει εικόνα του όλου. Αλλά από την άλλη δεν είναι αυτές οι κατηγορίες(αφαιρέσεις) προϋπόθεση για την δεύτερη ανάβαση; Άρα υπάρχει ένα προϋποθέτειν που αίρεται στην πορεία. Και στο τέλος  αλλάζουν και οι ίδιες οι προ-υποτιθέμενες αφαιρέσεις. Άρα αν πει κανείς ότι η πρώτη ανάβαση οδηγεί στην εργασία των φυσιοκρατών ή του Σμιθ ,τότε με την δεύτερη ανάβαση αυτή η κατηγορία αίρεται ως μερική.

Το δεύτερο ερώτημα συνδέεται με το πρώτο αλλά και με ένα τρίτο. Αυτό της μυστηριώδους σχέσης ανάμεσα στην έρευνα και την έκθεση ,το οποίο ο ίδιος ο Μαρξ έθεσε ,αλλά δεν απάντησε. Θα το αναπτύξουμε την επόμενη φορά...

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

από "Εισαγωγή της Φιλ. της Φύσης" του Χέγκελ


Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα από την εισαγωγή της Φιλ. της Φύσης του Χέγκελ(σελ. 195 αγγλ. Μτφ). Σε αυτό που θέλω να δοθεί έμφαση είναι η υπογραμμισμένη φράση η οποία λέει ότι οι περατές τελεολογικές σχέσεις, δηλ. εκείνες που στηρίζονται στην πρακτική(εργασία για ικανοποίηση αναγκών) και όχι θεωρητική, εννοιακή προσέγγιση της φύσης, οδηγούν στην «στην με βαθύτερο τρόπο κατανόηση» της φύσης και «έτσι ανοίγει ο δρόμος για το εννοιακό σημείο εξέτασης, το οποίο είναι καθολικά εμμενές και συνεπώς επίσης εμμενές στην φύση». Άρα τι μας λέει εδώ; Ότι η πρακτική ανάγκη του ανθρώπου που καλύπτεται μέσω της εργασίας τον οδήγησε με ένα τρόπο προς την εννοιακή σύλληψη της φύσης.

Παρακάτω περιγράφει την πρακτική προσέγγιση της φύσης που μοιάζει πολύ με την αντίστοιχη ανάλυση στην διδασκαλία της Έννοιας στο τμήμα που λέγεται «Τελολογία». Νομίζω πως η εισαγωγή της φιλοσοφίας(δεν έχω διαβάσει το κυρίως μέρος) της φύσης αφενός έχει πολύ ορθολογικό πυρήνα και αφετέρου βοηθάει στο να καταλάβουμε συνολικά πώς ο Χέγκελ δομεί το σύστημά του, πώς βλέπει την φύση ,την σχέση επιστήμης –φιλοσοφίας κτλ. Άρα βοηθάει στην πληρέστερη κατανόηση του εγελιανού συστήματος(πράγμα σημαντικό ακόμα και αν πολλοί μαρξιστές ασπάζονται την φράση του Ένγκελς ότι μέθοδος σωστή, σύστημα λάθος). Η μετάφραση της φιλ. φύσης βγήκε πρόσφατα και στα ελληνικά.


Παράγραφος 245(Φιλοσοφία της Φύσης-Εισαγωγή)

In the practical relationship which man establishes between himself and nature, he treats it as something immediate and external; he is himself an immediately external, and therefore sensuous individual, who is nevertheless also justified in acting as purpose in the face of natural situations. Nature, viewed in the light of the relationship thus established, is seen from the finite teleological standpoint (§ 205) which is based on the correct supposition, that nature does not itself contain the absolute and ultimate end (§207-2II). Nevertheless, if this view is based on particular finite ends, it transforms them partly into presuppositions, the contingent content of which can, by itself, be insignificant and trivial. However, for itself, the teleological relationship demands a deeper manner of comprehension than that appropriate to external and finite relationships. It thus opens the way for the Notional point of view, which is universally immanent, and therefore also immanent within nature.
Addition. In general, the practical approach to nature is determined by the self-seeking of appetite; need impels us to tum nature to our advantage, to exploit and harness and in short to annihilate it. Two further determinations are immediately apparent here. (a) The practical approach is only concerned with the individual products of nature, or with certain aspects of these products. Need and ingenuity have enabled man to discover endlessly varied ways of mastering and making use of nature…Whatever powers nature develops and releases against him, cold, wild beasts, flood and fire, man knows how to counter them. He uses nature as a means to defeating nature; the nimbleness of his reason enables him to protect and preserve himself by pitting the objects of nature against the natural forces which threaten him and so nullifying them. Nature itself, as it is in its universality. cannot be mastered in this manner however. nor bent to the purposes of man. (b) The other aspect of the practical approach is that our purpose overrides the objects of nature. so that they  become means. the determination of which lies not in themselves but in us. as for example when we turn food into blood. ( C) The outcome is our satisfaction and self-assertion. which had been disturbed by some kind of deficiency. The negation of myself, which is within me when I am hungry. is present at the same time as something to be consumed; I cancel this opposition by acting so as to make this other identical with myself; I sacrifice this something in order to restore my unity with myself.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Χέγκελ και ανάβαση από συγκεκριμένο σε αφηρημένο και σε νοητικά συγκεκριμένο

Σε συνδυασμό με ένα προηγούμενο ποστ σε σχέση με τα Grundrisse και την μέθοδο,παραθέτω αποσπάσματα από τον πρόλογο της Φαινομενολογίας που δείχνουν πως έβλεπε την ανάβαση ο Χέγκελ.

Η παράσταση και η οικείωση με τις μορφές είναι η άρνηση της ύπαρξης. Η ύπαρξη είναι πλέον μετατεθειμένη στο στοιχείο του εαυτού. Όμως «το οικείο εν γένει, επειδή ακριβώς είναι οικείο, δεν είναι εγνωσμένο»(153). Άρα πρέπει να γίνει άρση της παράστασης από την σκέψη. Εδώ θα αναπτύξει την ανάβαση από συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από το αφηρημένο στο νοητικά συγκεκριμένο.

1)Ανάλυση(εμπειρικό προς αφηρημένο)

Τα αποσπάσματα είναι όλα από τον Πρόλογο της Φαινομενολογίας: «Το να αναλύσουμε μια παράσταση στα πρωταρχικά(αρχέγονα) της στοιχεία σημαίνει να την επαναγάγουμε στα στοιχεία της, τα οποία δεν έχουν τουλάχιστο τη μορφή της δεδομένης παράστασης, αλλ' αποτελούν την άμεση ιδιοκτησία του εαυτού»(Φ. σελ. 153). Άρα αν ο πληθυσμός είναι μια παράσταση(Vorstellung) αυτός αναλύεται σε στοιχεία που είναι έννοιες(Begriff), αφαιρέσεις από το εμπειρικά συγκεκριμένο. Λέει λίγο παρακάτω «αλλά τούτο διηρημένο ,το ίδιο το μη πραγματικό ,είναι ένα ουσιώδες στοιχείο...η δραστηριότητα του διαιρείν είναι η δύναμη και η εργασία του νου(στο γερμ. πρωτ. λέει Verstand που συνήθως μεταφράζεται ως διάνοια ,ΘΛ.)…»(154). Στην συνέχεια δίνει μία συγκλονιστική περιγραφή αυτού του θανάτου του πραγματικού μέσω του τεμαχισμού των επιμέρους πλευρών του.

Παρέκβαση

Εδώ βέβαια θέλω να κάνω μία παρατήρηση, η οποία όσο δεν γίνεται, δημιουργεί συσκότιση. Όταν λέμε αφαιρέσεις από την συγκεκριμένη παράσταση ο καθείς που έχει διαβάσει τα Grundrisse και ξέρει κάποια πράγματα από το Κεφάλαιο θα σου πει ότι αυτές οι αφαιρέσεις είναι το χρήμα, η εργασία, το εμπόρευμα κτλ. Όμως κάποιος σκεπτικιστής θα αντιτείνει το εξής: και γιατί δεν είναι εξίσου εμπειρικές παραστάσεις το χρήμα και εμπόρευμα; Το ότι είναι πιο αφηρημένες από τον πληθυσμό δεν σημαίνει ότι δεν είναι παραστάσεις. Αυτή η ένσταση είναι εύλογη.

Τί απαντάμε; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να πούμε ότι η έννοια φέρει εντός της 3 στιγμές, αυτήν της καθολικότητας, της μερικότητας και της ενικότητας. Ανάλογα με την σχέση στην οποία βρίσκεται καθορίεται και το περιεχόμενό της. Έτσι μία έννοια δεν είναι απλά μία ταμπέλα αλλά έχει και περιεχόμενο, το οποίο καθορίζεται από το σύνολο σχέσεων εντός των οποίων εντάσσεται. Για παράδειγμα η εργασία έχει άλλο περιεχόμενο στην δουλεία και άλλο περιεχόμενο στην Κεφαλαιοκρατία. Στην τελευταία η εργασία έχει γίνει πραγματικά αφηρημένη και δεν ενδιαφέρει πλέον το συγκεκριμένο είδος της. Αντανάκλαση αυτής της καθολικής εργασίας είναι και το προτσές ανταλλαγής ,το οποίο παύει να είναι αντι-πραγματισμός και είναι ανεπτυγμένη ανταλλαγή με γενικό ισοδύναμο το χρήμα. Αλλά και αυτή η καθολικότητα της εργασίας δεν φθάνει μέχρι του σημείου να μπορούμε να αναγράφουμε στα χαρτονομίσματα αντί για τιμές ,ώρες εργασίας(όπως ήθελε ο Ρ.Οουεν). Όπως λέει ο Μαρξ «Ο Όουεν προϋποθέτει άμεσα κοινωνικοποιημένη εργασία, μία μορφή παραγωγής διαμετρικά αντίθετη με την εμπορευματική παραγωγή»(Το Κεφάλαιο, υπ. 50σελ. 107), η οποία από τη φύση της παράγει το χρήμα ως γενικό ισοδύναμο. Πρέπει άρα να καταργηθεί η εμπορευματική παραγωγή για να είναι η εργασία πραγματικά καθολική. Ουσιαστικά μόνο η άρνηση της άρνησης της αναπτυγμένης εμπορευματικής παραγωγής μας δίνει την πραγματικά καθολική εργασία. Οι αστοί οικονομολόγοι παρότι προέβησαν σε αφαιρέσεις μπορούμε να πούμε ότι συχνά μπέρδευαν την παράσταση με την έννοια και συνέπεια αυτού είναι και το ότι ανήγαγαν τον ΚΤΠ σε αιώνιο, καθότι είδαν ότι οι κατηγορίες αυτού εμφανίζονται σε κάθε κοινωνία(αυτό και από φιλοσοφική σκοπιά είναι δικαιολογημένο γιατί είχαν ως φιλοσοφικό εργαλείο τον εμπειρισμό των Λοκ και Χιούμ). Έτσι εξόρισαν την ιστορία στις σχέσεις διανομής. Ο σ. Χέγκελ διακρίνει με παρόμοιο τρόπο την παράσταση από την έννοια. «Η παράσταση έχει ένα τέτοιο αισθητό υλικό ως περιεχόμενο ,αλλά με τον όρο ότι πρόκειται για κάτι δικό μου και έχει τεθεί μέσα σε γενικότητα και απλότητα» και λίγο παρακάτω «η μόνη διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι η διάνοια συσχετίζει το γενικό με το μερικό,την αιτία με το αποτέλεσμα κτλ. και άρα θέτει κάποια σχέση αναγκαιότητα ,ανάμεσα στους μεμονωμένους όρους της παράστασης, ενώ η παράσταση αρκείται να τους τοποθετεί παράπλευρα αλλήλων μέσα σε ένα αόριστο χώρος και να τους συνδέει με ένα σκέτο και.»(Εγκυκλοπαίδεια σελ. 96,97).

2)Σύνθεση

«Αλλά αυτή η ανύψωση στην καθολικότητα εν γένει είναι μόνο η μία πλευρά ,όχι ακόμη η ολοκληρωμένη παιδεία» Η ανάλυση μας λέει ήταν ίδιον της αρχαιότητας, «στους νεώτερους χρόνους αντίθετα το άτομο βρίσκει προετοιμασμένη την αφηρημένη μορφή…γι’ αυτό και το έργο τώρα δεν έγκειται τόσο πολύ στην αποκάθαρση του ατόμου από τον άμεσο αισθητό τρόπο και στη μετάπλασή του σε νοημένη και νοούσα υπόσταση.»(155) .Αυτό ήταν το έργο της διάνοιας ,ωστόσο η νέα εποχή που κάνει την εμφάνισή της φέρνει μαζί της το λόγο, οποίος θα φέρει «την άρση της παγίωσης των προσδιορισμένων σκέψεων». Οι επιμέρους αφαιρέσεις-πλευρές τίθενται πλέον «μέσα στο στοιχείο της καθαρής νόησης, μετέχουν σε τούτη την απόλυτη φύση του Εγώ. Οι επιμέρους πλευρές παύουν να είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη και συνέχονται. Με τα ακόλουθα λόγια δείχνει αυτό που και εμείς υπονοήσαμε στην «παρέκβαση» σε σχέση με την σύγχιση των αστών οικονομολόγων ανάμεσα στην έννοια και την παράσταση, ότι δηλ. η ανάβαση στην έννοια γίνεται με τον Λόγο: «Μέσω αυτής της κίνησης ,οι καθαρές σκέψεις γίνονται έννοιες, και τότε μόνο είναι  ό,τι αυτές είναι στ’ αλήθεια, αυτοκινήσεις, κύκλοι, αυτό που είναι η υπόστασή τους, δηλ. πνευματικές ουσιότητες»(156). Αμέσως παρακάτω λέει ότι η συνοχή των καθαρών ουσιοτήτων «είναι η αναγκαιότητα και η ανάπτυξη του ίδιου του περιεχομένου σε ένα οργανικό όλο»(156), δηλ. στο νοητικά συγκεκριμένο. 

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Χώρος-αξία ως παραδείγματα γενικής λογικής


«Αν ένα πράγμα είναι μακριά από ένα άλλο, η απόσταση δεν είναι παρά μια σχέση ανάμεσα στο ένα πράγμα και στο άλλο· την ίδια στιγμή όμως, αυτή η απόσταση είναι κάτι διαφορετικό απ' αυτή τη σχέση ανάμεσα στα δύο πράγματα. Είναι μια διάσταση του χώρου, ένα ορισμένο μήκος που μπορεί επίσης να εκφράσει την απόσταση δυο άλλων  πραγμάτων, διαφορετικών απ' αυτά που συγκρίνουμε. Δε φτάνει όμως αυτό. Όταν μιλάμε για την απόσταση, ως σχέση  ανάμεσα σε δύο πράγματα, προϋποθέτουμε κάτι "εσωτερικό", κάποια "ιδιότητα" των ίδιων των πραγμάτων που τα καθιστά ικανά να βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους. Ποια είναι η απόσταση ανάμεσα στο φθόγγο Α και το τραπέζι; Η  ερώτηση είναι ανόητη. Μιλώντας για την απόσταση δύο  πραγμάτων, μιλάμε για τη διαφορά στο χώρο. Υποθέτουμε  συνεπώς ότι και τα δυο περιέχονται στο χώρο, είναι σημεία του χώρου. Έτσι τα εξισώνουμε ως υπάρξεις του χώρου και μόνο αφού τα εξισώσουμε sub specie spatii[ano την άποψη του χώρου], τα διακρίνουμε ως διαφορετικά σημεία του χώρου. Το ότι ανήκουν στο χώρο είναι η ενότητα τους». σελ. 309 από τα "Μαθηματικά Χειρόγραφα"

Δεστε τώρα και από το Κεφάλαιο την εξής διατύπωση: "ότι σε δύο διαφορετικά πράγματα, σε 1 κουάρτερ στάρι και σε α στατήρες σίδερο υπάρχει κάτι το κοινό που έχει το ίδιο μέγεθος. Δηλαδή και τα δύο είναι ίσα με ένα τρίτο που αυτό καθαυτό δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το καθένα λοιπόν απ' αυτά τα δύο είναι ανταλλακτική αξία, πρέπει να ανάγεται σε αυτό το τρίτο" σελ. 51

Αμέσως παρακάτω λέει ότι για "να συγκρίνουμε το εμβαδόν όλων ευθύγραμμων σχημάτων ,τα αναλύουμε σε τρίγωνα.Το ίδιο το τρίγωνο το ανάγουμε σε μία έκφραση τελείως διαφορετική από το σχήμα του -στο μισό του γινομένου της βάσης επί το ύψος του.Έτσι οι ανταλλακτικές αξίες των εμπορευμάτων πρέπει να αναχθούν σε κάτι κοινό γι' αυτά ,και από το κοινό αυτό οι ανταλλακτικές αξίες αντιπροσωπεύουν κάποια μεγαλύτερη ή μικρότερη ποσότητα."

ο Ιλιένκοφ σημειώνει: «Το γενικό αντιτίθεται στην αισθητά δοσμένη ποικιλία των ιδιαίτερων ατόμων ,πριν από όλα όχι σαν διανοητική αφαίρεση, αλλά με την ιδιότητα της δικής τους ουσίας, σα συγκεκριμένη μορφή της αλληλεπίδρασής τους

«Η πραγματικότητα του καθολικού…πραγματοποιείται…μόνο σαν τάση, που εκδηλώνεται στη συμπεριφορά ενός λίγο-πολύ σύνθετου συνόλου μοναδικών φαινομένων, μέσα από την άρνηση τουκαθολικού στη κάθε ξεχωριστή (μοναδική) εκδήλωσή του.»266

Αυτό που θέλω να δείξω είναι ακριβώς ότι σε διαφορετικά αντικείμενα παρατηρείται η ίδια γενική διαλεκτική. Υπάρχει αυτό το κοινό τρίτο που είναι το καθολικό και εκδηλώνεται στα αντικείμενα με διαφορετική μορφή. Δεν πρόκειται για αφαίρεση της τυπικής λογικής αλλά για πραγματικό καθολικό(ο Ιλιένκοφ θεωρεί το καθολικό ως ουσία). Έτσι το σημείο το οποίο είναι άπειρα μικρό άρα αντίκειται με ένα τρόπο στον χώρο όταν βρίσκεται σε σχέση με ένα άλλο άπειρα μικρό σημείο στην πραγματικότητα προϋποθέτει τον χώρο. Άλλωστε ο χώρος τί είναι αν όχι ένα σύνολο από απείρως μικρά σημεία τα οποία βρίσκονται σε σχέση μεταξύ τους. Η αξία χρήσης όταν είναι μόνη της έξω από την ανταλλαγή δεν έχει καμία αξία παρά μόνο ως μέσο κατανάλωσης. Η αξία εκδηλώνεται μόνο όταν έρχεται σε επαφή με μία άλλη αξία χρήσης στην ανταλλαγή. 

Εισαγωγή του 57' από Grundrisse


Ορισμένες σημειώσεις για ένα Referat που θα κάνω αύριο πάνω στο 3 κεφάλαιο της Eισαγωγής που υπάρχει στα χειρόγραφα του 57΄. Το κείμενο το Μαρξ είναι κάπως πολύπλοκο καθότι χειρόγραφο και προσπαθώ κάπως να το αποκωδικοποιήσω.

Die dritte Kapitel der Einführung besteht aus zwei Teilen
A) Das Aufsteigen von sinnlich Konkrete zu Abstrakte(erste Übergang) und von Abstrakten zu  geistig Konkrete(zweite Übergang).
Es geht um einen regelmäßigen  Prozess ,der jeder Wissenschaft mehr oder weniger betrifft.
Erster Übergang
Weg der Entstehung der politischen Ökonomie des 17. Jahrhunderts
Anfang: Sinnlich konkrete Vorstellungen(„lebendige Ganze“) wie z.B die Bevolkerung.
Resultat: Durch Analyse werden einfachere Begriffe wie z.B. Wert, Geld, Preis produziert.
Zweiter Übergang
Die Methode der reifen Wissenschaft
Anfang: Die schon produzierten abstrakten Begriffe.
Resultat: Das  geistig Konkrete als „Zusammenfassung vieler Bestimmungen“ oder als „Einheit des Mannigfaltigen“. System der Totalität.  Geistige Rekontsruktion und Reproduktion des Gegensatzes in seinen wirklichen Beziehungen.
Marxs Kritik gegen Hegel
Falsch von Hegel: Das Denken ist der Entstehungsprozeß des Konkreten. Hegel interessiert sich nicht für „die Logik der Sache, sondern die Sache der Logik“. In Hegel gebärt der Begriff sich selbst und denkt außer oder über der Anschaung und Vorstellung. Die hegelsche Logik besteht laut Lukacs aus 2 widersprüchlichen untereinander Ontologien: Auf einer Seite stellt authentische ontologische Beziehungen dar, auf der anderen Seite verfälscht der Idealismus Falten der Realität.
Marx: Das Denken eignet das Konkrete an und reproduziert dieses als ein geistig Konkretes. Allerdings sollte der Begriff die Verarbeitung der Anschauung und Vorstellung sein.

B) Historisches-Logisches
Logische Reihenfolge: Die Reihenfolge der Betrachtung der Seiten des Gegenstandes, die durch Platz und Bedeutung dieser Seiten im entstandenen Gegenstand, bestimmt wird. Die „Reihenfolge bestimmt durch die Beziehung, die sie in der modernen bürgerlichen Gesellschaft aufeinander haben“(638 MEW).
z.B. Obwohl die Grundrente historisch des Kapitals vorausgeht, wird das zweite vor ihr untersucht, weil das Kapital in der kapitalistischen Gesselshaftsform die herrschende Rolle hat, die die Untersuchungsrang und Einfluß allen übrigen Kategorien anweist.
-Die Bedeutung jeder Kategorie bestimmt aus dem organischen Ganzen ,in der sie jeweils gehört. Obwohl eine Kategorie in vielen konkreten Gesellschaftsformen anhört, hat sie nicht in allen das gleiche Wachstums Niveau.
z.B. Das Geld gab es in vielen vorkapitalistischen Gesellschaften, aber es hat immer eine unwesentliche Rolle. Im Gegensatz dazu ist das Geld eine Voraussetzung der kapitalistischen Produktionsweise und spielt entscheidende Rolle in Produktion von Mehrwert.
Historische Reihenfolge erstes Artes: Sie ist die Betrachtung der Seiten ,die durch die Abfolge bestimmt wird , in welcher die Seiten die entscheidende Rolle in der Entstehung des Gegenstandes gespielt haben. Ware und Geld als Voraussetzungen und Existenzbedingungen.
Historische Reihenfolge zweites Artes: „Das Verhältnis, das die ökonomischen Verhältnisse in der Aufeinanderfolge verschiedener Gesellschaftsformen historisch einnehmen“(638).
 Die historische Untersuchung setzt die logische voraus, aber gleichzeitig hat ihre selbständige Wert. Der Wissenschaftler kann nur ,danach er die Rolle der Kategorien in einem gegebenen Ganzen verstanden hat, ihren historischen Verlauf vollends verstehen. “Anatomie des Menschen ist ein Schlüssel zur Anatomie des Affen“(636) Von seiten des reifen Gegenstandes können wir vollender die Verhältnisse der vorgegangenen Gegenstanden verstehen.  Was in der unentwickelten Gegenstand als Andeutung vorhanden ist, kann nur verstanden werden, wenn das Höhere selbst schon bekannt ist.
Falsch der bürgerlichen politischen Ökonomie: Nicht Verständnis der historisch bestimmten Differenzierung der gleichen(aber mit verschiedenen Funktion) Kategorien in jedem anderem System. Identifizierte die heutigen Kategorien mit den vergangenen und stellte die kapitalistische Produktionsverhältnisse als ewig dar „während sie die Geschichte in den Bereich der Distribution bannt“(628)
Beispiel: Obwohl Geld, Arbeit ,Arbeitsteilung usw. in vielen Gesellschaften existieren, bedeutet es nicht, dass die kapitalistische produktionsweise immer gilt, weil was entscheidend ist, ist die Verhältnisse der Kategorien. Die bloßen Abstraktionen entsprechen auf der Stufe des Vestandes(wo die bürgerliche politische Ökonomie verblieb) ,aber in der reifen Wissenshaft herrscht der Vernunft, wo die Seite in ihre wechselbeziehung reproduziert werden.  


Χέγκελ και Γενική Λογική- διάλογος



Το κείμενό μου "Χέγκελ και Γενική λογική" το έστειλα στην λίστα του ομίλου μελέτης της επαναστατικής θεωρίας για να ανοίξει διάλογος. Ο σύντροφος Γιάννης Νίνος απάντησε το ακόλουθο το οποίο με την άδεια του δημοσιεύω. Ακριβώς από κάτω δημοσιεύω την δική μου τοποθέτηση πάνω στα ζητήματα που έβαλε.

-

Σύντροφε Θάνο, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω τα ζητήματα που έθεσες λέγοντας εξ’αρχής ότι μπορεί να σφάλλω.

Κατά τη γνώμη μου η προβληματική της λογικής και της μεθόδου αν και μπορεί να μελετάται ξεχωριστά, στην αυτοτέλεια της, δηλαδή μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφικής μορφής της συνείδησης, ανήκει στην γενικότερη προβληματικής της συνείδησης και των μορφών της.

Η συνείδηση συνιστά μια ολότητα η οποία ανακύπτει κατά την παραγωγική διαδικασία και στην απλούστερη μορφή της προβάλλει ως αντανάκλαση διαδικασιών, σχέσεων και αντικειμένων της παραγωγικής διαδικασίας. Επιπλέον διακρίνεται σε δύο διακριτές αλλά συνάμα ενιαίες πλευρές, το ειδέναι και το συν-ειδέναι. Το ειδέναι αναφύεται κατά κύριο λόγο από την σχέση ανθρώπου-φύσης ενώ το συν-ειδέναι  αναφύεται κατά κύριο λόγο από τις σχέσεις των ανθρώπων εντός της παραγωγής, από τις παραγωγικές σχέσεις. Η λογική και η μέθοδος αποτελούν στιγμές της γνωστικής διαδικασίας και για αυτό θα πρέπει να μελετηθούν στα πλαίσια του ειδέναι (γνώσης), στην αλληλεπίδραση ανθρώπου-φύσης εντός της παραγωγικής διαδικασίας. Κάνοντας έτσι αφαίρεση της μιας πλευράς (του συν-ειδέναι) μπορούμε να μελετήσουμε την ανάπτυξη της γνώσης στην ανάπτυξη της αλληλεπίδρασης ανθρώπου-φύσης κατά την παραγωγική διαδικασία. Τα αλληλεπιδρώντα στοιχεία αυτής της σχέσης είναι ο άνθρωπος (υποκείμενο της εργασίας, εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι σημαντικό ρόλο ιδιαίτερα στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης της κοινωνίας παίζουν και οι νευροφυσιολογικές-βιολογικές ιδιαιτερότητες του έκαστου υποκειμένου), τα μέσα της εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας και το αποτέλεσμα της εργασίας. Κατ’αυτόν τον τρόπο η γνώση αναφύεται κατά κύριο λόγο από την ιδιαίτερη αλληλεπίδραση των παραπάνω στοιχείων. 

Η συνεχής επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας οδηγεί σε αντίστοιχο μετασχηματισμό της εργασιακής διαδικασίας άρα και σε αντίστοιχο μετασχηματισμό της γνώσης. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι τόσο το ποιόν όσο και το ποσόν της γνώσης (εδώ γίνεται λόγος περί της γνώσης στην καθολικότητα της, γνώση της κοινωνίας, της ανθρωπότητας) καθορίζεται κυρίως από την ποσοτική και ποιοτική σύνθεση της σχέσης ανθρώπου-φύσης, της εργασιακής διαδικασίας. Συνεπώς η ποσοτική και ποιοτική σύνθεση των στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας καθώς και ο βαθμός έντασης και έκτασης της τελευταίας καθορίζουν την ιδιότυπο χαρακτήρα της γνώσης. Ως εκ τούτου η ολοένα αναπτυσσόμενη και ολοένα πολυπλοκότερη αλληλεπίδραση ανθρώπου-φύσης οδηγεί κατά κύριο λόγο σε ολοένα και πιο αναπτυγμένη και πολυπλοκότερη-ουσιαστικότερη γνώση. Από την άλλη κάθε ανάπτυξη της αλληλεπίδρασης ανθρώπου-φύσης είναι συνάμα και ανάπτυξη των αμοιβαίων σχέσεων των ανθρώπων εντός της παραγωγής, δηλαδή του συν-ειδέναι και όσο πιο ανεπτυγμένη και πολυσύνθετη γίνεται η παραγωγική διαδικασία τόσο ο ρόλος του συν-ειδέναι παίρνει άγουσα μορφή.

Από την πλευρά του ειδέναι η λογική ως διακριτή βαθμίδα της γνώσης προβάλλει σε συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης της αλληλεπίδρασης ανθρώπου-φύσης και πιο συγκεκριμένα σε εκείνο το επίπεδο στο οποίο διαφορετικές γνώσεις (που προέκυψαν από διαφορετικές ομάδες εργασιακών διαδικασιών) συγκρίνονται κατά κύριο λόγο ως προς τους τρόπους πρόσκτησης τους. Η εν λόγω σύγκριση-αντιπαραβολή έχει διττό χαρακτήρα, από την μια συνιστά σύγκριση διαφορετικών γνώσεων που ανέκυψαν από διαφορετικές εργασιακές διαδικασίες και από την άλλη συνιστά σύγκριση των διακριτών στιγμών της ενιαίας γνώσης που ανέκυψε από την καθολική και ενιαία παραγωγική διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η κάθε ξεχωριστή γνώση όσο και η κάθε ξεχωριστή εργασιακή διαδικασία προβάλλουν ως ιδιαίτερες και διακριτές στιγμές του όλου της γνώσης και της παραγωγικής διαδικασίας αντίστοιχα. Η γνώση και η παραγωγική διαδικασία δεν προβάλλουν πλέον ως χαώδη απροσδιοριστία αλλά ως ενότητα διαφορετικών στιγμών-διαδικασιών. Τα στοιχεία της διάκρισης μπορούν να διακριθούν μόνο στα πλαίσια της ταυτότητα-ομοιότητας όπως και η ταυτότητα-ομοιότητα μπορεί να προσδιοριστεί ως τέτοια χάριν της διαφοράς.

Ως εκ τούτου θεωρώ ότι πρόκειται για παραγωγικές διαδικασίες οι οποίες συνδυάζουν εργασιακές διαδικασίες διαφορετικών τύπων-ομάδων και ότι στα πλαίσια ενός τέτοιου τρόπου παραγωγής υφίσταται ένας ανεπτυγμένος καταμερισμός εργασίας καθώς επίσης και διάκριση μεταξύ διεύθυνσης και εκτέλεσης της παραγωγικής διαδικασίας.

Πρόκειται δηλαδή για παραγωγικές διαδικασίες στις οποίες αντικείμενο της συνείδησης καθίσταται κυρίως η γνώση των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων εντός της παραγωγής, δηλαδή το συν-ειδέναι. Εδώ τα στοιχεία της εξέτασης είναι ο άνθρωπος στην αλληλεπίδραση του με τη φύση (εξέταση της ιδιοτυπίας των συστατικών στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας), ο άνθρωπος στην αλληλεπίδραση του με τους άλλους ανθρώπους (εξέταση των συστατικών στοιχείων των σχέσεων παραγωγής), καθώς και η σχέση της συνείδησης στην αλληλεπίδραση της με τους δυο παραπάνω όρους(εξέταση των συστατικών στοιχείων της συνείδησης-γνώσης στην αλληλεπίδραση τους με τα συστατικά στοιχεία των άλλων όρων).

Έτσι, όταν η γνώση και οι διαφορετικοί τρόποι πρόσκτησης της καθίστανται ιδιαίτερο αντικείμενο της συνείδησης, η τελευταία παίρνει την μορφή της φιλοσοφίας, όπως γράφει ο Βαζιούλιν η φιλοσοφία είναι κατά κύριο λόγο αντανάκλαση μέσω σκέψεων, σε καθολική μορφή της σχέσης μεταξύ συνείδησης των ανθρώπων, υπό την ιδιότητα των συνηδειτοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) όντων, και των κοινωνικών υλικών όρων της ύπαρξης τους (ουσία δε των υλικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων είναι η σχέσεις παραγωγής, στην ενότητα [που συναπαρτίζουν] με την παραγωγική σχέση προς τη φύση) (Η Λογική της Ιστορίας σελ, 270.)

Η γενική λογική και οι κατηγορίες της, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τον Αριστοτέλη (Όργανον) συνιστούν κατά το μάλλον ή ήττον το μεγαλύτερο βαθμό αφαίρεσης εκείνων των κοινών ουσιωδών γνωρισμάτων της γνώσης της εποχής. Πρόκειται για κατηγορίες οι οποίες ανέκυψαν σε εκείνο το στάδιο της κοινωνικής ανάπτυξης στο οποίο η γνώση και οι παραγωγικές διαδικασίες προβάλουν ως ιδιαίτερες διακριτές στιγμές της καθολικής γνώσης και της ενιαίας παραγωγικής διαδικασίας αντίστοιχα.

Αυτό κατά την γνώμη μου, δεν σημαίνει ότι έχουμε μια πρώτη λογική του γενικού στην αφηρημένη απόλυτη μορφή του (μιλώντας για την Αριστοτελική λογική). Το γενικό, το μερικό και το ειδικό συνιστούν μια διαλεκτική ενότητα και κανένας όρος δεν μπορεί να υφίσταται δίχως τον αντίθετο του. Το γενικό μπορεί να υφίσταται ως γενικό αλλά επίσης ως μερικό και ενικό, αυτό εξαρτάται κάθε φορά από την πλευρά την οποία το εξετάζουμε. Για να κατανοήσουμε αυτή την αλληλοδιείσδυση των πόλων θεωρώ ότι η  σχέση γενικού, μερικού, ενικού θα πρέπει να εξετάζεται εντός των ποιοτικών και ποσοτικών μεταβολών που διαδραματίζονται στο καθένα. Για παράδειγμα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι κατά την ανάπτυξη της συνείδησης εντός της κοινωνικής ανάπτυξης, η μυθολογική συνείδηση συνιστά το γενικό, από μια άλλη όμως σκοπιά και λόγο της εσωτερικής σύνθεσης (επίπεδα δομών και υπερδομών) ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών η μυθολογική συνείδηση προβάλλει ως το ενικό. Κάτι τέτοιο μπορούμε να παρατηρήσουμε επίσης και στο επίπεδο της γνωστικής διαδικασίας, η νόηση περί του ώριμου οργανικού όλου ξεκινά από την χαώδη του όλου παράσταση, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο και κατευθύνεται προς το αφηρημένο. Ανάλογα με την πλευρά θέασης μπορούμε να παρατηρήσουμε τις κατηγορικές διαφορές. Από την μια πλευρά το αισθητηριακά συγκεκριμένο προβάλλει ως ενικό, ως κάτι προσδιορισμένο χάριν της διάκρισης και από την άλλη ως το γενικό της ολότητας του συγκεκριμένου αντικειμένου. Αντίστοιχα το αφηρημένο μπορεί να προβάλλει ως ο ενικός, απλούστερος προσδιορισμός της αφαιρετικής διαδικασίας, αλλά επίσης και ως γενικό στο επίπεδο της μεγαλύτερης δυνατής αφαίρεσης. Από τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι υπάρχει μια απόλυτη σχετικότητα των όρων αλλά αντιθέτως ότι γενικό, μερικό, ενικό προσδιορίζονται ως τέτοια μόνο εντός της εσωτερικής τους ενότητας.

Άρα στο ερώτημα ‘μήπως τελικά είναι ορθό να πούμε ότι η καθολική(allgemeine) λογική προηγείται των ειδικών, μερικών(besondere) λογικών που μελετάνε τα επιμέρους επιστημονικά συγκροτημένα αντικείμενα και στην συνέχεια συγκροτείται ως άρνηση της άρνησης η ενική λογική(κατά το πρότυπο της διάταξης των κατηγοριών καθολικό-μερικό-ενικό στην «θεωρία περί της έννοιας»)’, θα απαντούσα ότι καθολική κα ειδική λογική ανακύπτουν ταυτόχρονα ως ξεχωριστές στιγμές της γνωστικής διαδικασίας ως ενιαίες και αλληλοαποκλειόμενες. Η καθολική και ειδική λογική είναι μια αντιφατική διαδικασία η οποία αναπτύσσεται και στην οποία ο κάθε πόλος αλληλεπιδρά με τον αντίθετο του. Δεν μπορεί να υφίσταται καθολική λογική δίχως επιμέρους λογικές και δεν μπορεί να υφίσταται ειδική λογική δίχως καθολική λογική. Στην αντίθετη περίπτωση, λέγοντας ότι η καθολική λογική προϋπάρχει της ειδικής, είναι σαν να λέμε ότι ο σκοπός προϋπάρχει της εργασιακής διαδικασίας ή ότι η μέθοδος προϋπάρχει a priori στην σκέψη.

Όσον αφορά τον Χέγκελ, ο ίδιος δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο διότι δεν έχει πραγματικό αντικείμενο, αυτό δεν σημαίνει ότι η Επιστήμη της Λογικής και οι εγελιανές κατηγορίες δημιουργήθηκαν ex nihilo. Αντικείμενο του Χέγκελ είναι όλη η προγενέστερη ιστορία της φιλοσοφίας, της λογικής και των επιμέρους επιστημών, που όμως κατανοούνται μέσα στα πλαίσια του ιδεαλισμού. Ιδιαίτερα η Λογική του, έχει ως αντικείμενο της αφηρημένες και γενικευμένες κατηγορίες της καθολικά ενιαίας γνώσης μέχρι την εποχή του. Όμως οι κατηγορίες αυτές δεν συλλαμβάνονται ως αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης των πραγμάτων αλλά ως αυθύπαρκτες οντότητες που δημιουργούν τον κόσμο. Ο ορθολογικός πυρήνας του Χέγκελ έγκειται στο ότι παρόλο τον ιδεαλισμό του κατάφερε να αναπαραστήσει ακόμη και ανεστραμμένα τους νόμους που διέπουν την καθολική κίνηση των πραγμάτων. Η δυνατότητα αναστοχασμού των καθολικών νόμων που διέπουν την νόηση και την επιστήμη ανακύπτει στο επίπεδο εκείνο της κοινωνικής ανάπτυξης στο οποίο η επιστήμες και η φιλοσοφία προβάλλουν ως αυτόνομη και ενιαία δραστηριότητα της ανθρωπότητας.

Στο ερώτημα ‘εφόσον η λογική είναι επιστήμη θα πρέπει να την πραγματευτούμε με βάση τις κατηγορίες της πρωταρχικής εμφάνισης της ουσίας, της διαμόρφωσης και ωριμότητας. Μήπως με τον Χέγκελ και την γενική λογική του έχουμε την πρωταρχική εμφάνιση;’ Πρωταρχική εμφάνιση τίνος; Της λογικής ως διακριτό γνωστικό αντικείμενο, κατά την γνώμη μου όχι, της διαλεκτικής λογικής ναι. Αν εννοείς της διαλεκτικής λογικής ενδιαφέρον έχει η προβληματική των προϋποθέσεων της εμφάνισης της και ιδιαίτερα οι προϋποθέσεις που τίθενται από την καντιανή φιλοσοφία και την προβληματική των αντινομιών. Παρόλα αυτά θα ήθελα να τονίσω κάτι που κατά την γνώμη μου είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Η μελέτη της διαλεκτικής λογικής βάση των κατηγοριών που αναφέρεις (πράγμα που με βρίσκει απολύτως σύμφωνο) θα πρέπει να πραγματευτεί την γενικότερη προβληματική μεταξύ λογικού και ιστορικού τρόπου εξέτασης, διότι η διαλεκτική ανακύπτει σε εκείνο το  επίπεδο της ανάπτυξης των επιστημών στο οποίο η ιστορικότητα αρχίζει να διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο.




-



Σύντροφε Γιάννη,
Συμφωνώ με το πρώτο σκέλος της τοποθέτησης ως προς το πώς γεννήθηκε η κατηγοριακή σκέψη. Σχηματικά(και από την σκοπιά του πως γεννήθηκε η σκέψη) θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουμε το εξής εμπειρία(εργασία και εμπειρικές παρατηρήσεις)-διάνοια(αφαιρέσεις ,άρα κυριαρχεί η ανάλυση παρότι υπάρχει ως υπηγμένη στιγμή και η σύνθεση, εδώ μπαίνει ο Αριστοτέλης)-λόγος(κυριαρχεί η σύνθεση παρότι και η εκάστοτε πλευρά εντός του όλου μετασχηματίζεται). Ακριβώς όμως αυτή η πορεία για να φθάσει η ανθρωπότητα σε αφαιρέσεις και στην συνέχεια στην συστηματική αποτύπωση αυτών των κατηγοριών(Καντ-Φίχτε-ΧΕΓΚΕΛ)μέσω της λεγόμενης παραγωγής(Deduktion) δείχνει ότι ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούσαν πλήρως(ο Καντ καθόλου ,ο Φίχτε και πόσο μάλλον ο Χέγκελ περισσότερο) οι ιδεαλιστές μας οι κατηγορίες της λογικής δεν ήταν απριόρι αλλά αποστεριόρι. Αλλά εδώ το αποστεριόρι είναι γνωσιολογικό, δηλ. ως προς το υποκείμενο της γνώσης. Παραθέτω μία γαμάτη φράση του Χέγκελ από τις παραδόσεις του στη φιλοσοφία του δικαίου «Οι νόμοι της φύσης απλώς είναι και ισχύουν ως έχουν…εδώ για να μάθουμε τον νόμο, πρέπει να μείνουμε προσηλωμένοι στη φύση με τον συνηθισμένο τρόπο. Αυτοί οι νόμοι είναι ορθοί ,μόνον η παράστασή μας γι’ αυτούς μπορεί να είναι ψευδής. Το κριτήριό τους είναι έξω μας ,η γνώση μας δεν τους προσθέτει τίποτα, δεν τους ευνοεί. Μονον η γνώση μας γι’ αυτούς μπορεί να διευρυνθεί»(παρατίθεται στο «Γνωσιοθεωρία και μέθοδος στον Έγελο», Γ. Φαράκλας σελ. 34). Έτσι από την στιγμή που γνωρίζουμε επιστημονικά ένα αντικείμενο το αποστεριόρι μετατρέπεται σε απριόρι(αν δεν κάνω λάθος το θέτει αυτό πρώτος ο Σέλλινγκ στο «Σύστημα του υπερβατολογικού Ιδεαλισμού»).

Επομένως μπορούμε να πούμε ότι όλη η προηγούμενη πορεία της δρώσας και σκεπτόμενης ανθρωπότητας αποτέλεσε συνάμα υλικό(φιλοσοφικά επεξεργασμένο ή και όχι) για να κάνει ο Χέγκελ την ανάβαση από τις αφαιρέσεις στο νοητικό όλο, άρα για να ανέλθει στο επίπεδο της συνειδητής διαλεκτικής πλέον, στον λόγο. Ο Λόγος είναι η συνειδητοποίηση των αντιφάσεων , το στάδιο της αυτό-κριτικής δηλ. που ξεκινά με τις καντιανές αντινομίες και φθάνει στον χέγκελ .Λέει ο Μαρξ στα Grundrisse ότι μία επιστήμη (αστική πολιτική οικονομία) ή μία θρησκεία, μπορεί να κατανοήσει το παρελθόν της μόνο αν αυτή έχει αρχίσει να γίνεται αυτό-κριτική. Τί προϋποθέτει και τι σημαίνει «αυτοκριτικό»;; Προϋποθέτει το αντικειμενικά ώριμο αντικείμενο έτσι ώστε να έχουν εκπτυχθεί οι αντιφάσεις του για να είναι αντικειμενικά εφικτή η διάγνωσή τους όχι πλέον ως εικασία. Όμως ποιό επίπεδο σκέψης είναι αυτό που κατανοεί τις αντιφάσεις;; Η διάνοια;; Όχι, ο Λόγος. Αυτή είναι η συνειδητή διαλεκτική που υπάρχει όχι μόνο στην καθαρή λογική αλλά και σε κάθε επιστήμη. Βέβαια στην Λογική επειδή αυτή ασχολείται κατ’ εξοχήν με τον λόγο ,η ωριμότητα έρχεται αργότερα..  

 Το να λέμε ότι της σκέψης προηγείται η εμπειρία,η εργασία κτλ. κατά βάση βοηθάει την άποψη που διατυπώνω γιατί δείχνει ότι ο Χέγκελ κατάφερε να φτιάξει μία γενική λογική όχι από το κεφάλι του αλλά μελετώντας την εμπειρία και τις αφαιρέσεις που είχαν ήδη προηγηθεί και που όπως λέει και ο Λένιν επαναλαμβάνονταν εκατομμύρια φορές από τους ανθρώπους. Αυτή η εξήγηση δίνει ακριβώς την βάση για να πει κανείς ότι ο Χέγκελ μπορούσε αντικειμενικά να κατασκευάσει την γενική λογική.

Απαντώ και σε άλλα 3 πολύ ενδιαφέροντα σημεία της  τοποθέτησής σου:
1) αλληλοείσδυση καθολικού-μερικού-ενικού. Όπως λέει ο Βαζιούλιν στην λογική εξέταση όλες οι πλευρές του αντικειμένου συνυπάρχουν και αλληλοσχετίζονται. Όμως η λογική εξέταση προϋποθέτει το ώριμο αντικείμενο και νομίζω ότι δεν θα διαφωνήσεις ότι η λογική σαν επιστήμη ακόμα δεν είναι ώριμη. Άρα από αυτή την άποψη θα ήταν πιο χρήσιμο για την ορθή κατανόηση του θέματος να αποφεύγουμε να λέμε ότι το ενικό-καθολικό-μερικό αλλάζουν διαρκώς ανάλογα με την οπτική(επαναλαμβάνω: είναι ορθή τοποθέτηση αλλά ακόμα το αντικείμενο δεν έχει ωριμάσει για να αναπτύξει αυτήν την δραστηριότητα). Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χέγκελ, παρότι λέει ότι ακριβώς η ιδιοτυπία της Έννοιας είναι ότι φέρει μέσα της και τις 3 στιγμές , εκκινεί από το καθολικό. Ακριβώς επειδή η λογική δεν έχει ωριμάσει είναι αδύνατον(και το εννοώ ως νομοτελής αδυναμία) να διακρίνουμε ποια είναι η διαφορά καθολικής λογικής-ενικής(ως άρνηση της άρνησης και την οποία την λέω «σύστημα ολότητας» μια διατύπωση που ανήκει στον Χέγκελ). Αντίθετα με την συμβολή του Βαζιούλιν μπορούμε να δούμε την διαφορά καθολικής λογικής-επιμέρους(λογική χέγκελ-λογική του Κεφαλ.)

Εφόσον βέβαια δεν έχει ολοκληρωθεί η μελέτη της επιστήμης της Λογικής από λογική σκοπιά ,είναι αδύνατον να φθάσουμε με επάρκεια στο Ιστορικό. Γι’ αυτό κάνω μόνο μια υπόθεση και λέω ότι ο Χέγκελ συνιστά την πρωταρχική εμφάνιση της επιστήμης. Όμως εφόσον η επιστήμη εκκινεί από την διάνοια(πχ. οι οικονομολόγοι πριν τον Μαρξ και ιδίως του 17ου αι. παρότι έκαναν επιστήμη δεν είχαν ανέλθει στο λόγο) ,ίσως είναι ορθό να μιλά κανεις για επιστήμη με το όργανο του Αριστοτέλη και έτσι να εντάξει την αναλυτική παράδοση στην ανώριμη επιστήμη της Λογικής(μου άρεσε πολύ ο προβληματισμός που έβαλες για τις προϋποθέσεις και σίγουρα όσα είπες για την εργασία είναι η σωστή κατεύθυνση αλλά θέλει δουλειά και όπως ξέρουμε «η πρωταρχική συσσώρευση» εξετάζεται στο τέλος από τον Μαρξ). Ο Χέγκελ τότε θα είναι το τελευταίο υποστάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης(;;). Ανεξάρτητα ποια θέση κατέχει το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Χέγκελ είναι στάδιο στην επιστήμη της λογικής ,όπως ο Πέτυ και ο Σμιθ στην πολιτική οικονομία.

2) Αναφέρεις «Όμως οι κατηγορίες αυτές δεν συλλαμβάνονται ως αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης των πραγμάτων αλλά ως αυθύπαρκτες οντότητες που δημιουργούν τον κόσμο». Αυτή τη φράση είχα και εγώ στο νου μου για τον χέγκελ αλλά δεν μου κολλούσε το ότι στον Βαζιούλιν χρησιμοποιείται ο χέγκελ με τόσο ορθολογικό τρόπο.Τελικά κατέληξα στο εξής: Ότι το να ασκούμε κριτική λέγοντας ότι ο Χέγκελ δεν έχει αντικείμενο και ότι οι κατηγορίες είναι αυτοκινούμενες και αυθύπαρκτες σημαίνει ότι κάνουμε κριτική στην γενική λογική από την σκοπιά της ειδικής λογικής. Τι εννοώ… Η γενική λογική από τη φύση της έχει ως αντικείμενο τον εαυτό της. Ακριβώς γι’ αυτό είναι γενική, είναι το ίδιο με το να λες ότι ο νόμος της άρνησης της άρνησης, της ποσότητας σε ποιότητα είναι γενικός νόμος της διαλεκτικής. .Εδώ δεν έχεις συγκεκριμένο αντικείμενο γιατί κάνεις γενική λογική. Δεν μπορείς να κατηγορείς τα μαθηματικά ότι είναι πολύ αφηρημένα σε σχέση με την φυσική. Αντίθετα σε μία ειδική λογική υπάρχει αντικείμενο διαφορετικό από τις κατηγορίες της λογικής καθώς η ουσία δεν είναι απλά ουσία αλλά αντιστοιχεί στην αξία, στην παραγωγή υπεραξίας κτλ. Αυτή τη διάκριση την θεωρώ εξαιρετικά ουσιώδη και νομίζω ότι συχνά δεν γίνεται αντιληπτή με συνέπεια να κατηγορείται ο Χέγκελ μάλλον αδίκως. Εκτός και αν πούμε ότι δεν υπάρχει καθόλου γενική λογική και τότε ξεμπερδεύουμε αλλά για τον Βαζιούλιν υπάρχει.
3) Ένα ακόμα σημαντικό σημείο είναι το αν θα πρέπει να μιλάμε για λογική, διαλεκτική λογική, διαλεκτικό υλισμό ,οντολογία κτλ. Εδώ πάλι νομίζω ότι υπάρχει ένα πρόβλημα. Κατ’ εμέ πρέπει να μιλάμε για επιστήμη της λογικής και τίποτα άλλο. Όλοι οι άλλοι προσδιορισμοί είναι αποτέλεσμα του ότι η επιστήμη της λογικής δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα σε ώριμη επιστήμη(σύστημα ολότητας ως άρνηση της άρνησης). Η αναλυτική παράδοση ανήκει στην γενική λογική αλλά δεν ματαβαίνει στην μελέτη ειδικών αντικειμένων. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς ως διαλεκτικοί δεν μπορούμε να μεταφέρουμε τα κεκτημένα της αναλυτικής λογικής στην μελέτη ειδικών αντικειμένων. Η ποσότητα στον Χέγκελ είναι πλούσια σε διαφορικό λογισμό και σε σχέσεις που νομίζω η αναλυτική παράδοση ότι τις ανήκουν. Επίσης η γνωσιολογία και οντολογία είναι έννοιες προβληματικές, δεν είναι τυχαίο ότι ο Βαζ. και Ιλιενκοφ τις αποφεύγουν. Επίσης όπως προσπάθησα να δείξω με όλα τα παραπάνω το να πει κανείς ότι ο Χέγκελ είναι ιδεαλιστής είναι μάλλον ανεπαρκές και συσκοτίζει. Γι ‘αυτό νομίζω ότι πρέπει να μιλάμε για επιστήμη της λογικής μία και ενιαία και μόνο για την «ταξική πάλη στην θεωρία» να χρησιμοποιούμε τις άλλες ορολογίες.

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Χέγκελ και γενική λογική


Θέτω προς διάλογο κάποιους προβληματισμούς μου ως προς το πώς αποτιμάμε τον Χέγκελ. Στις επόμενες μέρες θα ακολουθήσει πολύ πιο εκτεταμένο κείμενο που θα θέτει το θέμα άρσης της αντίθεσης γνωσιολογίας-οντολογίας εντός της επιστήμης της Λογικής.

Στην Εισαγωγή του 57 ο Μαρξ ασκώντας κριτική στον Χέγκελ λέει ότι η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι «οικειοποίηση του συγκεκριμένου» και όχι «γένεση του συγκεκριμένου»(σελ.67). Ο Χέγκελ στην εισαγωγή της Μεγάλης Λογικής λέει ότι η Λογική «είναι η έκθεση του θεού ,όπως υπάρχει στην αιώνια ουσία του πριν πλασθούν η φύση και ένας πεπερασμένους νους». Ο Ιλιένκοφ αναφέρει το συγκεκριμένο απόσπασμα και το χαρακτηρίζει «αποπροσανατολιστικό»(Διαλ. Λογ. Σελ. 129) αν θέλουμε να κατανοήσουμε τι είναι νόηση στον Χέγκελ και μάλιστα λίγο παρακάτω λέει «Η νόηση ,στην οποία αναφέρεται ο Χέγκελ, αποκαλύπτει τον εαυτό της στα έργα των ανθρώπων με όχι λιγότερη σαφήνεια ,απ’ ότι στις λέξεις ,στις σειρές των όρων και στους συνυασμούς των λέξεων»(στο ίδιο 134). Ένας αμερικανός στοχαστής(Τονι Σμιθ-ασχολείται με λογική του Κεφαλαίου) λέει ότι ο Χέγκελ στην λογική χρησιμοποιεί συχνά τον όρο «θεός» για εκλαϊκευση και είναι σαν να εξετάζει την Ιδέα(3ο επίπεδο απόλυτου πνεύματος) από την σκοπιά της «παράστασης»(Vorstellung, 2ο επίπεδο απόλυτου πνεύματος που αντιστοιχεί στην θρησκεία). Ο ίδιος ο Λένιν στα φιλοσοφικά τετράδια λέει ότι στο κεφάλαιο της απόλυτης ιδέας ,όπου θα περίμενε κανείς να μιλά ο Χέγκελ για τον θεό, δεν αναφέρεται ούτε μια φορά η λέξη θεός(σελ. 215).
 Πάμε τώρα στον Βαζιούλιν. Ο Βαζιούλιν ως βασική κατηγορία και ρίζα του εγελιανού ιδεαλισμού θεωρεί την απουσία συγκεκριμένου αντικειμένου και το γεγονός ότι απολυτοποιεί την ταυτότητα υποκειμένου-αντικειμένου και δεν την βλέπει απλώς ως ένα (αναγκαίο)στάδιο στην διαδικασία της γνώσης(Λογική του κεφαλαίου σελ. 41 στο γερμανικό). Από την άλλη όμως η «Λογική του Κεφαλαίου» είναι μία συστηματική συγκριτική μελέτη της λογικής του Χέγκελ με την λογική του Κεφαλαίου, όπου κανείς παρατηρεί αναπόφευκτα ότι ο Χέγκελ(παρά τον ιδεαλισμό του κτλ) έχει οικοδομήσει ένα σύστημα λογικής που λίγο πολύ συμπίπτει με το μαρξικό(παρότι ο Βαζιούλιν αναγνωρίζει κάποιες σοβαρές ελλείψεις στις οποίες θα αναφερθώ συνοπτικά παρακάτω). Ο Βαζιούλιν επαναλαμβάνει σχεδόν το σύνολο των εγελιανών κατηγοριών(της αντικειμενικής λογικής) και διατηρεί και το νοηματικό τους περιεχόμενο. Ακόμα και την πρώτη τόσο αμφιλεγόμενη κατηγορία(Είναι –Μηδέν)  του Χέγκελ ο Βαζιούλιν την χρησιμοποιεί. Υπό τις 3 ακόλουθες παραμέτρους εγείρεται ένα ερώτημα: 1. αν ο Χέγκελ δεν είχε συγκεκριμένο αντικείμενο μελέτης. 2. εφόσον ο Χέγκελ κάνει λογική εν γένει ,η οποία θεωρεί ότι προηγείται του συγκεκριμένου. 3. αν η λογική για τον Βαζιούλιν είναι λογική ενός ειδικού αντικειμένου και η λογική εν γένει συγκροτείται αργότερα(«το δικό μας πρόταγμα έγκειται στη διάκριση του συστήματος της υλιστικής διαλεκτικής εν γένει ,μέσω της μελέτης μιας επιμέρους περίπτωσης της διαλεκτικής και συγκεκριμένα,της διαλεκτικής της κεφαλαιοκρατίας»(Λογ. του Κεφ. Γερμ. σελ.22) ,τότε πως εξηγείται το γεγονός ότι ο Χέγκελ βρήκε τις σωστές κατηγορίες, τους έδωσε το σωστό περιεχόμενο, τις διέταξε σωστά ,κατανόησε σε μεγάλο βάθος την διαλεκτική λογική;;
Αναπόφευκτα λοιπόν εγείρεται και ένα δεύτερο ερώτημα στο οποίο η απάντηση είναι κάπως αιρετική. Μήπως τελικά είναι ορθό να πούμε ότι η καθολική(allgemeine) λογική προηγείται των ειδικών, μερικών(besondere) λογικών που μελετάνε τα επιμέρους επιστημονικά συγκροτημένα αντικείμενα και στην συνέχεια συγκροτείται ως άρνηση της άρνησης η ενική λογική(κατά το πρότυπο της διάταξης των κατηγοριών καθολικό-μερικό-ενικό στην «θεωρία περί της έννοιας»); Αν και με την τσιτατολογία πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός, παραθετώ το εξής «Αλλά αντίστροφα, είναι η προσδιοριστικότητα, μέσω της οποίας αυτή η διαμεσολάβηση(1η άρνηση ΘΛ) της μεθόδου ακολουθεί την πορεία της· αυτή επιστρέφει ,μέσω ενός περιεχομένου σαν μέσω ενός φαινομενικού άλλου της στο ξεκίνημά της(2Η άρνηση ΘΛ), κατά τρόπο που η ίδια όμως να μην αποκαθιστά απλώς εκείνο το ξεκίνημα ως ένα καθορισμένο ξεκίνημα, αλλά το αποτέλεσμα είναι εξίσου καλά η ανηρημένη προσδιοριστικότητα, κατ’ επέκταση επίσης η αποκατάσταση της πρώτης μη-προσδιοριστικότητας, με την οποία έχει ξεκινήσει η μέθοδος. Αυτή η αποκατάσταση πραγματοποιεί τη μέθοδο ως ένα σύστημα της ολότητας(System der Totalität).»647,648(Θεωρία περί της Έννοιας). Αυτό το απόσπασμα αν το δούμε σε σύνδεση με τα εξής 2: «η καθαρή αλήθεια τότε, ως έσχατο αποτέλεσμα ,γίνεται επίσης το ξεκίνημα μιας άλλης σφαίρας και μιας άλλης επιστήμης» εννοώντας την επιστήμη της φύσης. Η μετάβαση είναι από μία γενική επιστήμη σε μία ειδική, την φιλοσοφία της φύσης(εδώ υπάρχουν νομοτελή όρια για να φτιάξει ο Χέγκελ την ειδική λογική της φυσικής ή της χημείας καθώς αυτές οι επιστήμες δεν είχαν καθαυτές προβεί στην ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, δηλ. από τη διάνοια στο λόγο και η λογική μέθοδος αφορά το ώριμο αντικείμενο) και μετά στις επιστήμες του πνεύματος και ξανά στην φιλοσοφία ως άρνηση της άρνησης. Άσχετα από τα επιμέρους σφάλματα ο σκελετός είναι αρκετά «υλιστικός». Λέει λοιπόν ότι«…η έννοια ανυψώνεται ως ύπαρξη που ελεύθερη επέστρεψε από την εξωτερικότητα μέσα στον εαυτό της ,αποπερατώνει, μέσω του εαυτού της ,την απελευθέρωσή της μέσα στην επιστήμη του πνεύματος και βρίσκει την ύψιστη έννοια του ίδιου του εαυτού της μέσα στη Λογική επιστήμη ως την καθαρή έννοια που συλλαμβάνει κατανοητικά τον εαυτό της»(656) Θεωρία της Έννοιας. Ουσιαστικά δηλ. ξανασυγκροτεί την Λογική εν γένει ως «σύστημα ολότητας» αυτή τη φορά με βάση τα κεκτημένα των επιμέρους λογικών. Αυτό βέβαια το σχέδιο δεν το υλοποιεί πλήρως ο Χέγκελ και ούτε κατορθώνει να φτιάξει τις επιμέρους λογικές καθώς οι επιμέρους επιστήμες ήταν ανώριμες αλλά το πλάνο του είναι αυτό. Επίσης κάνει το λάθος να θεωρεί ότι το επίπεδο του Λόγου είναι κάτι που ανήκει μόνο στην φιλοσοφία ,ενώ οι φυσικές επιστήμες από τη φύση τους μένουν προσκολημμένες στην διάνοια(γενικότητες) και έτσι προσπαθεί να τις ανασκευάσει από την σκοπιά του Λόγου. Όμως όπως δείχνει το παράδειγμα του Κεφαλαίου του Μαρξ το στάδιο του Λόγου εμφανίζεται σε κάθε ώριμη επιστήμη και όχι μόνο στην φιλοσοφία.
Ένα ακόμα ερώτημα: Εφόσον η λογική είναι επιστήμη θα πρέπει να την πραγματευτούμε με βάση τις κατηγορίες της πρωταρχικής εμφάνισης της ουσίας, της διαμόρφωσης και ωριμότητας. Μήπως με τον Χέγκελ και την γενική λογική του έχουμε την πρωταρχική εμφάνιση; Μήπως η διαμόρφωση είναι οι ειδικές λογικές των επιμέρους επιστημονικά μελετημένων αντικειμένων και τέλος η ωριμότητα «το σύστημα της ολότητας» ως άρνηση της άρνησης; Εννοείται βέβαια ότι πρόκειται για μία διαδικασία ρευστή(ως γίγνεσθαι) όπου η κεκτημένη γνώση προεκβάλλεται στο εισέτι μη εγνωσμένο κτλ.
Να επαναλάβω τέλος κάτι για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Ξέρω ότι το να λέει κάποιος ότι προηγείται η γενική λογική φαίνεται ιδεαλιστικό. Αλλά αυτή η σκέψη μου δημιουργείται από το ότι στον Βαζιούλιν η σχέση χέγκελ-«λογ. του Κεφ.» είναι πολύ στενή και αναγνωρίζεται πολύ ισχυρός ορθολογικός πυρήνας στον Χέγκελ. Άρα δεν γίνεται να λέμε ότι για να συγκροτηθεί η Λογική απαιτείται ειδικό αντικειμενο. Μια πρόχειρη εξήγηση του ότι είναι δυνατό να προηγείται η γενική λογική(πέραν του προηγούμενου εμπειρικού επιχειρήματος) στηρίζεται στα εξής 2: μπορείς να συγκροτήσεις τις ορθές κατηγορίες μελετώντας 1. την ιστορία της φιλοσοφίας και πως οι κατηγορίες αναπτύσσονται, οπότε αναγνωρίζεις μια σχετική αυτοτέλεια στην καθαρή σκέψη. 2. (και αυτό είναι το πιο σημαντικό) τα δεδομένα των ανώριμων ακόμα επιστημών(που δεν έχουν κάνει την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο) αλλά και τα εμπειρικά δεδομένα της ιστορίας και της καθημερινότητας και από εκεί να συγκροτείς τις λογικές κατηγορίες. Άλλωστε η το Είναι ,η ουσία ,το φαινόμενο μπορούν να ανιχνευθούν και σε επιμέρους αντικείμενα(ήδη το Είναι και το Φαίνεσθαι το έχει πιάσει η αρχαία τραγωδία). Αυτή η γενική λογική που συγκρότησε ο Χέγκελ έχει πολλά ελαττώματα, τα οποία εύστοχα επισημαίνει ο Βαζιούλιν:έχει 1 σπείρα αντί για 3, είναι μονής κατεύθυνσης(Είναι –ουσία –φαινόμενο) αντί για διπλής(είναι-ουσία, ουσία-είναι) ,η αντίφαση όταν ωριμάσει δεν καταλύει το αντικείμενο κτλ. Αλλά δεν είχε ελαττώματα η πολιτική οικονομία του Σμίθ και το Ρικάρντο;; Άλλο πράγμα είναι να λέμε ότι η γενική λογική δεν προηγείται της ειδικής και άλλο να λέμε ότι προηγείται αλλά συνιστά το ανώριμο στάδιο της επιστήμης της Λογικής και ως ανώριμο θα πάσχει από ελαττώματα

Ποίημα Κ.Μαρξ(1837)


Μάλλον καλύτερα που το γύρισε στην φιλοσοφία...

Πάντως παρουσιάζει ενδιαφέρον που ένα παιδί 19 χρονών γράφει ποιήμα όπου έχει θέση ο Καντ,ο Φίχτε και ο Χέγκελ. Από μια άποψη είναι πιο εντυπωσιακό από το να ασχολιόταν σε θεωρητικό επίπεδο με αυτούς, καθώς δείχνει ότι διατηρεί και μία συναισθητική σύνδεση με τους στοχαστές αυτούς. Αυτό μπορούμε να το αποδώσουμε σίγουρα στην ατομική κλίση του νεαρού Μαρξ. Όμως συμπληρωματικά προς αυτή την κάπως προφανή εξήγηση 2 άλλες διαπιστώσεις παρουσιάζουν ενδιαφέρον: αφενός ότι το γερμανικό γυμνάσιο της εποχής έδινε στα παιδιά γερές φιλοσοφικές βάσεις και ερεθίσματα και αφετέρου ότι η φιλοσοφία και ο κοσμοθεωρητικός προσανατολισμός ήταν εκείνη την περίοδο ακόμα της "μόδας" για την αστική και μικροαστική τάξη(είναι γνωστό ότι η οικογένεια Μαρξ και η οικογένεια Βεστφάλεν καταπιάνονταν ερασιτεχνικά με το φιλοσοφείν). Μην ξεχνάμε επίσης ότι φανατικός θαυμαστής του Χέγκελ ήταν ο υπουργός παιδείας της Πρωσσίας Altenstein, σαν να λέμε η Γιαννάκου διαβάζει(δεν λέω θαυμάστρια γιατί είναι αντίφαση εν τοις όροις) Πατέλη. http://www.marxists.org/archive/marx/works/1837-pre/verse/verse15.htm#hegel

On Hegel

1
Since I have found the Highest of things and the Depths of them also,
Rude am I as a God, cloaked by the dark like a God.
Long have I searched and sailed on Thought's deep billowing ocean ;
    There I found me the Word: now I hold on to it fast.
2
Words I teach all mixed up into a devilish muddle,
Thus, anyone may think just what he chooses to think;
Never, at least, is he hemmed in by strict limitations.
    Bubbling out of the flood, plummeting down from the cliff,
So are his Beloved's words and thoughts that the Poet devises;
He understands what he thinks, freely invents what he feels.
Thus, each may for himself suck wisdom's nourishing nectar;
Now you know all, since I've said plenty of nothing to you!
3
Kant and Fichte soar to heavens blue
Seeking for some distant land,
I but seek to grasp profound and true
That which--in the street I find.
4
Forgive us epigrammatists
For singing songs with nasty twists.
In Hegel we're all so completely submerged,
But with his Aesthetics we've yet to be-
purged.