Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Ποσότητα έως και εξειδικεύον μέτρο


Στο παρόν κείμενο εκθέτω το εγελιανό κείμενο μαζί με μία σύντομη κριτική ορισμένων σημείων. Η μελέτη αυτή εντάσσεται στα πλαίσια μίας πολύ ευρύτερης μελέτης που  φιλοδοξεί να παρουσιάσει την συγγένεια και τις διαφορές του μέτρου όπως υπάρχει στην επιστήμη της Λογικής και όπως υπάρχει στη λογική του Κεφαλαίου. Όσο εμβαθύνει η έρευνα είναι λογικό ότι κάποιες από τις παρούσες θέσεις να μεταβάλλονται. Ήδη οφείλω να πω ότι έχω μεταβάλλει σε σημαντικό βαθμό την προηγούμενη δημοσίευσή μου που αφορούσε το ειδικό κβάντο.



ΠΟΣΟΤΗΤΑ(ακροτελεύτεια παράγραφος της ποσότητας)
Η μετάβαση από την ποσότητα στο μέτρο(320)
«Το κβάντο τιθέμενο σύμφωνα με την έννοιά του έχει μεταβεί σε έναν άλλο προσδιορισμό». Το «σύμφωνα με την έννοιά του» είναι μίας από τις χαρακτηριστικές εγελιανές φράσεις που φέρνουν τον αναγνώστη σε αμηχανία. Αυτό που κατά τη γνώμη μου σημαίνει είναι ότι η ποσότητα φέρει μέσα της την ποιότητα. Στο ανώτερο στάδιο λοιπόν της ανάπτυξής της η ποσότητα τίθεται σύφμωνα με αυτό το οποίο φέρει εντός της και έτσι αρνείται τον εαυτό της. Ας δούμε και μία δεύτερη διατύπωση που μας δίνει ο Χέγκελ πριν αναλύσουμε περαιτέρω την διαλεκτική της άρνησης της άρνησης. Λέει λοιπόν  «…ή όπως μπορούμε να πούμε, ο προσδιορισμός του είναι τώρα επίσης η προσδιοριστικότητα, το καθαυτό επίσης ως Dasein[1]». Έχουμε έτσι μία μετάβαση από το καθαυτό Είναι(Ansichsein) στο προσδιορισμένο Είναι(Dasein). Το Dasein στην Ποιότητα ,ήταν εκείνο που έχει εντός του ,τόσο το Είναι όσο και το μη-Είναι. Έτσι κατ’ αναλογία το μέτρο είναι εκείνο που έχει εντός του την ενότητα της ποσότητας και της ποιότητας.
Εντός του τελευταίου σταδίου της Ποσότητας υπάρχουν 2 στιγμές αυτή  του εξωτερικού και αδιάφορου κβάντου και αυτή της ποιότητας. Βρισκόμαστε στο μεταβατικό στάδιο από την Ποσότητα στο Μέτρο ,άρα ακόμα εντός της Ποσότητας. Έτσι οι δύο αυτές στιγμές είναι στιγμές της Ποσότητας. Στην αυτοσχεσία της «η ίδια η εξωτερικότητα είναι τεθειμένη ως μεσολαβημένη από το ίδιο το κβάντο και επομένως ως ένα στάδιο του κβάντου, έτσι ώστε σε αυτή την ίδια την εξωτερικότητα το κβάντο σχετίζεται με τον ίδιο τον εαυτό του –είναι Είναι ως ποιότητα». Στο βαθμό λοιπόν που η ποσότητα μεσολαβεί με τον εαυτό της παύει να είναι άμεση και αδιάφορη και έτσι η ίδια η εξωτερικότητα(που ήταν το χαρακτηριστικό της ποσότητας) μετατρέπεται σε στάδιο του κβάντου.
Ανάμεσα στην ποιότητα και την ποσότητα λαμβάνει χώρα μία διπλή άρνηση. Ας παρακολουθήσουμε την 1η άρνηση, αυτή της ποιότητας από την ποσότητα: τα Ένα μέσω της απώθησης σχετίζονται με τα άλλα Ένα και επειδή όλα τα Ένα είναι ίδια, στην πραγματικότητα η απώθηση είναι έλξη , αυτοσχετισμός. Η ποσότητα είναι η «αλήθεια[2] της ποιότητας». Στην πρώτη αυτή μετάβαση «η ταυτότητα των δύο είναι παρούσα αρχικά μόνο καθ’ εαυτή». Τί σημαίνει καθ’ εαυτή; Ότι «η ποιότητα περιλαμβάνεται στην ποσότητα, αλλά η τελευταία είναι ακόμα μόνο μία μονόπλευρη προσδιοριστικότητα». Μέσω τώρα της 2ης άρνησης αποκαλύπτεται η αλήθεια της ποσότητας και η τελευταία παύει να είναι αδιάφορη και επιστρέφει εντός του εαυτού της. Μάλιστα ο Χέγκελ λέει και κάτι το οποίο θα μας χρησιμεύσει λίγο παρακάτω σε ορισμένες κριτικές επισημάνσεις στις οποίες θα προβούμε: «Έτσι η ποσότητα είναι η ίδια η ποιότητα, με ένα τέτοιο τρόπο που έξω από αυτόν τον προσδιορισμό(ενν. την ποσότητα ΘΛ) η ποιότητα ως τέτοια δεν θα ήταν τίποτα άλλο». Επομένως δεν μπορεί να νοηθεί η ποιότητα δίχως την ποσότητα και το αντίστροφο. Η επιστροφή ως άρνηση της άρνησης είναι ποιοτική ποσότητα. «Για να τεθεί η ολότητα, απαιτείται μία διπλή μετάβαση, όχι μόνο η μετάβαση από την μία προσδιοριστικότητα στην άλλη, αλλά εξίσου η μετάβαση από αυτή την άλλη στην πρώτη, η επιστροφή σε αυτήν».


Παρατηρήσεις


Σε αυτό το σημείο πρέπει να προβούμε σε μία προκαταρκτική κριτική αποτίμηση της εγελιανής λογικής. Εφιστήσαμε στο πρώτο κεφάλαιο την προσοχή στο ακόλουθο απόσπασμα «Έτσι η ποσότητα είναι η ίδια η ποιότητα, με ένα τέτοιο τρόπο που έξω από αυτόν τον προσδιορισμό(ενν. την ποσότητα ΘΛ) η ποιότητα ως τέτοια δεν θα ήταν τίποτα άλλο»[3]. Κατά τη γνώμη μας το απόσπασμα αυτό και τα δύο που παραθέτουμε στην υποσημείωση εκφράζουν τη μία από τις δύο αντικρουόμενες τάσεις μέσα στην εγελιανή λογική. Τι χαρακτηρίζει όμως πρώτα απ’ όλα την εγελιανή λογική; Το ότι υπάρχει απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα στο Υποκείμενο και το Αντικείμενο(στο εξής Υ-Α). Αντίθετα στην λογική του Κεφαλαίου υπάρχει ταυτότητα με διαφορά και ο Βαζιούλιν μέσα στην ίδια την λογική του Κεφαλαίου ανακαλύτει 6 τύπους σχέσης ανάμεσα στο ιστορικό και το λογικό.
Η σκέψη παρουσιάζει ιδιοτυπίες ως προς την σύλληψη του πραγματικού αντικειμένου και ο τρόπος της διαφέρει από τον τρόπο ανάπτυξης και ύπαρξης του πραγματικού αντικειμένου. Ο Χέγκελ αντίθετα ταυτίζει τον τρόπο σύλληψης του αντικειμένου με την έκπτυξή και ανάπτυξή του. Εξού και είναι δύσκολο και στον ίδιο τον Χέγκελ και στους ερμηνευτές του να αποφασίσουν αν η ανάπτυξη γίνεται από έναν τρίτο, τον φιλόσοφο ή είναι εμμενής. Μόνο αν υιοθετήσει κανείς μία κριτική σκοπιά απέναντι στην εγελιανή λογική, μπορεί να αντιληφθεί ότι η παραπάνω δυσκολία δεν μπορεί να λυθεί ερμηνευτικά· έτσι στα πλαίσια του εγελιανού κειμένου απλά πρέπει να εντοπίζεται ως αδυναμία ,ενώ στα πλαίσια της περαιτέρω ανάπτυξης της Λογικής η δυσκολία αυτή έχει ήδη αρθεί διαλεκτικά από την ανώτερη μαρξική λογική(όπως την αποκωδικοποίησε ο Βαζιούλιν).
Επομένως αν δεν εξεταστεί κριτικά ο Χέγκελ θα υπάρχει πάντα μία άλυτη αντινομία ανάμεσα στο αν η ανάπτυξη είναι γνωσιολογική ή οντολογική. Στην πραγματικότητα αυτή η αμηχανία είναι ακριβώς η ιδιοτυπία της εγελιανής θεωρησιακής ταυτότητας Υ-Α. Ο τρόπος με τον οποίο ο φιλόσοφος προσλαμβάνει το αντικείμενο ,ταυτίζεται με το ίδιο το αντικείμενο και γι’ αυτό έχουμε απόλυτη ταυτότητα. Άρα το αντικείμενο αναπτύσσεται με τον τρόπο με τον οποίο το συλλαμβάνουμε, ή το συλλάμβάνουμε με τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται. Αυτή η φράση θα μπορούσε να είναι παραλλαγή της φράσης «ό,τι είναι έλλογο είναι πραγματικό και ό,τι είναι πραγματικό είναι έλλογο». Αντίθετα στον Μαρξ η σκέψη έχει τη δική της ιδιοτυπία στο να κατανοεί το πραγματικό. Το πραγματικό με άλλα λόγια δεν αντιστοιχεί πλήρως στις κατηγορίες της σκέψης.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ακριβώς η σχέση ποιότητας ,ποσότητας ,μέτρου, ουσίας. Η ποσότητα ποτέ δεν αναπτύσσεται ανεξάρτητα από την ποιότητα(αυτό μας το ομολογεί και ο ίδιος ο Χέγκελ με τα αποσπάσματα που παραθέσαμε) και εφόσον αυτά τα δύο είναι αχώριστα έχουμε ήδη εξαρχής το μέτρο. Επομένως το μέτρο ανακύπτει ήδη από την αφετηρία ,παρότι η σκέψη το κατανοεί ως τρίτο κατά σειρά. Όμως το Είναι δεν είναι το ίδιο το αντικείμενο(όπως το εμπόρευμα δεν είναι το κεφάλαιο), αλλά είναι η επιφάνεια του αντικειμένου. Το κατ’ εξοχήν αντικείμενο εμφανίζεται στην ουσία. Όμως παρότι το εμπόρευμα εν γένει προϋπάρχει του καπιταλισμού ,το καπιταλιστικό εμπόρευμα(άρα το εμπόρευμα ως έκφραση του γενικού πλούτου ,ρόλο που έχει το εμπόρευμα μόνο στον ΚΤΠ και όπου επίσης η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα) ,άρα το Είναι της Κεφαλαιοκρατίας ,δεν προϋπάρχει ,παρότι εξετάζεται πριν την Κεφαλαιοκρατία. Ο Μαρξ έλεγε ότι αν η ουσία των πραγμάτων βρισκόταν στην επιφάνεια, τότε δεν θα είχαμε ανάγκη την επιστήμη. Όμως το γεγονός ότι στην κίνηση της σκέψης η ουσία έπεται του Είναι ,δεν σημαίνει ότι και οντολογικά και ιστορικά η ουσία έπεται. Αντίθετα στον Χέγκελ η ουσία συλλαμβάνεται ως δεύτερο στάδιο της Ιδέας ,που σημαίνει ότι και οντολογικά εκτός από γνωσιολογικά είναι δεύτερο στάδιο. Η σύλληψη της ουσίας ,ταυτίζεται με την ύπαρξη της ουσίας.
Κατ’ επέκταση στον Χέγκελ έχουμε 2 ειδών μεταβάσεις: αυτές που πράγματι αντιστοιχούν στην πραγματική ανάπτυξη του αντικειμένου και άρα οντολογικά συνιστούν διαδοχικά στάδια και αυτές που συνδέονται με την ιδιοτυπία της σκέψης, δηλ. με τον ιδιαίτερο δρόμο(δρόμο με ζικ-ζακ) που αυτή ακολουθεί για να συλλάβει την πραγματική ανάπτυξη. Αν δεν κάνεις αυτή τη διάκριση(που συνιστά συνάμα και κριτική απέναντι στον Χέγκελ) ,τότε οδηγείσαι σε ανυπέρβλητες δυσκολίες ,στο να κατανοήσεις στο πως κινείται το κείμενο. Έτσι όταν ο Χέγκελ λέει ότι η ποιότητα είναι η αλήθεια της ποσότητας και το αντίστροφο δεν πρόκειται για κάποια οντολογική διαδοχή αλλά για μία βαθύτερη σύλληψη του πραγματικού μία σύλληψη η οποία βρίσκεται πιο κοντά στο αντικείμενο ως νοητική ολότητα.
Στον Χέγκελ η μετάβαση από την ποσότητα στο μετρο ακριβώς επειδή όπως είπαμε ταυτίζεται τη νόηση με το πραγματικό παρουσιάζεται σε μία μυστηριακή μορφή όπου το ποσοστικό σαν να κινείται από μόνο σχετίζεται με τον εαυτό του και αυτός ο σχετισμός είναι η ποιότητά του. Πράγματι η ποσότητα στο μέτρο προσδιορίζεται, φωτίζεται από την ποιότητα ,αλλά αυτό το γεγονός σημαίνει μόνο ότι μπαίνει στο ερευνητικό προσκύνιο η σχέση των πλευρών ,δεν σημαίνει ότι η σχέση προέκυψε από αυτοανάπτυξη. Ας δούμε ένα παράδειγμα: στο Κεφάλαιο του Μαρξ έχει σημασία να κατανοήσουμε ότι όλη η ανάπτυξη γίνεται εντός ενός προσδιορισμένου Είναι(Εμπόρευμα) και επίσης να κατανοήσουμε ποια είναι η ποιότητα από την οποία γεννάται η ποσότητα και στην οποία επιστρέφει, έτσι και στον Χέγκελ πρέπει να έχουμε κατά νου πάντα ότι η ποσότητα φέρει μέσα της την ποιότητα. Και αν αυτό δεν φαίνεται στο δεύτερο μέρος(όπου εξετάζει την ίδια την Ποσότητα) αναδύεται στην μετάβαση στο μέτρο.
Ο προσδιορισμός της ποσότητας από την ποιότητα όταν μιλάμε για τις κατηγορίες της λογικής είναι προφανές ότι αδυνατεί να φανεί. Μόνο όταν η λογική εξετάζεται σε σύνδεση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, είναι δυνατό να κατανοήσει κανείς τα όρια που θέτει η ποιότητα στην ποσότητα και άρα την μεταξύ τους σχέση στο μέτρο. Έτσι για παράδειγμα το εμπόρευμα θέτει το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η αξία ως ποσότητα με την έννοια ότι η αξία(ως ποιοτικός προσδιορισμός) και το μέγεθος της αξίας(ως ποσοτικός προσδιορισμός) είναι οι κατηγορίες που αντιστοιχούν σε ένα προσδιορισμένο Είναι, αυτό του εμπορεύματος. Έτσι στην Ποσότητα γίνεται λόγος για κβάντα αξίας ,τα οποία είναι αδιάφορα μεταξύ τους ,αλλά πάντως παραμένουν κβάντα της αξίας.

Μία ανάλογη μετάβαση στον Μαρξ θα μπορούσε να είναι ως εξής. Η αξία είναι κοινωνική ιδιότητα που προκύπτει ως το κοινό σε μία σχέση ανταλλαγής 2 εμπορευμάτων. Έτσι όπως και στο χρήμα όταν μιλάμε για αξία δεν μπορούμε να διακρίνουμε μέσω αυτής συγκεκριμένα εμπορεύματα ,εξ’ αυτού η αξία δεν φέρει μέσα της ως στιγμές όλες τις επιμέρους αξίες χρήσης των μεμονωμένων εμπορευμάτων. Από την σκοπιά του μεγέθους της αξίας ,αυτό συνίσταται σε κβάντα αξίας,τα οποία αποκρυσταλλώνονται στο εκάστοτε εμπόρευμα και αυξάνουν την αξία του. Όμως επειδή η αξία είναι κοινωνική σχέση δεν ενδιαφέρει την μελέτη της κεφαλαιοκρατίας αλλά και την ίδια την κεφαλαιοκρατία η αξία του μεμονωμένου εμπορεύαματος αλλά η μέση αξία της εκάστοτε ομάδας εμπορευμάτων. Άρα η αξία ως αδιάφορη ποσότητα συνδέεται με την αξία ως ομοιογενοποιητική ποιότητα και έχουμε έτσι μία νέα σχέση αυτήν της ποσοτικής ποιότητας.


ΜΕΤΡΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΟΣΟΤΗΤΑ(ποιοτική ποσότητα ως κάτι άμεσο)


Το πρώτο κεφάλαιο του μέτρου ανήκει στον μηχανισμό ,ο οποίος χαρακτηρίζεται από νόμους. Ο μηχανισμός περιέχει εντός του την αφηρημένη ύλη. «Οι ποιοτικές διαφορές αυτής της ύλης είναι ουσιαστικά ποσοτικής φύσης· ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι τίποτα από απλές εξωτερικότητες, και πλήθος από ύλες, μάζες, η ένταση του βάρους είναι προσδιορισμοί οι οποίοι είναι εξίσου εξωτερικοί και έχουν την δική τους προσδιοριστικότητα στο ποσοτικό στοιχείο». «Ως έτσι εσωτερικά προσδιορισμένο στον εαυτό, ο περαιτέρω προσδιορισμός του είναι ότι η διαφορά των στιγμών, του ποιοτικά και ποσοτικά προσδιορισμένου Είναι, αποκαλύπτεται σε αυτό. Αυτές οι στιγμές προσδιορίζουν περαιτέρω τους εαυτούς τους εντός όλων που είναι αυτόνομα μέτρα...»Ένα παράδειγμα είναι ο τρίτος νόμος του Κέπλερ[4] στον οποίο η ποσοτική αναλογία των δύο αφηρημένων υλών διαμορφώνει την ποιοτική τους σχέση. Στο πραγματικό(ή αληθινό) μέτρο που είναι το δεύτερο κεφάλαιο του μέτρου ο χώρος και ο χρόνος δεν εξαφανίζονται αλλά «υπάγονται πια σε άλλους προσδιορισμούς και δεν σχετίζονται μεταξύ τους μόνο σύμφωνα με τον δικό τους εννοιακό προσδιορισμό»[345].  Το πραγματικό μέτρο περιλαμβάνει τα χημικά μέτρα τα οποία είναι συγκεκριμένα πράγματα

Α. Το ειδικό(spezifische) κβάντο(ποσό)(330-333)


1.
Έχουμε λοιπόν ήδη από την προηγούμενη ανάπτυξη ως κεκτημένο ότι το μέτρο είναι μία ποσότητα ,η οποία προσδιορίζεται από την ποιότητα.  «Κάθε προσδιορισμένο Είναι έχει ένα μέγεθος, και εκείνο το μέγεθος ανήκει στην φύση του ίδιου του Κάτινος». Που σημαίνει ότι όταν προηγουμένως εξετάζαμε την ποσότητα θα έπρεπε να έχουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για ποσότητα ενός Dasein. Απλώς στην Ποσότητα η έμφαση δινόταν στην ποσοτική πλευρά του Dasein. Στο μέτρο όμως ήρθε η ώρα να εξεταστεί η ενότητα της ποιότητας και της ποσότητας. Επομένως η μετάβαση στο μέτρο δεν έγινε από την ίδια την αυτοανάπτυξη της ποσότητας αλλά επειδή η νόηση εφόσον έχει κατανοήσει πλήρως την ποσοτική πλευρά κινείται τώρα προς την σύλληψη της σχέσης ανάμεσα στην ποιότητα και την ποσότητα αλλά σε νέα βάση έχοντας πλέον γνωρίσει και τις δύο πλεύρες ως σχετικά ανεξάρτητες τη μία από την άλλη.
Ειδικό κβάντο ονομάζεται από τον Χέγκελ το πρώτο στάδιο της σχέσης ποιότητας-ποσότητας. Σε αυτό το πρώτο στάδιο οι πλευρές βρίσκονται ακόμα σε μία εξωτερική ενότητα(σε μία «αχωριστότητα», όπως μας προτείνει ο ίδιος σε μία από τις πρώτες παρατηρήσεις της λογικής να λέμε αντί για την λέξη ενότητα). Αυτό τι σημαίνει; Ότι παρότι η ποσότητα ανήκει στην ποιότητα και η ποιότητα ανήκει στην ποσότητα ,αυτές παραμένουν άμεσες. . Έτσι οι πλευρές του μέτρου είναι επίσης άμεσες, «ως ένα άμεσο μέτρο αυτό είναι ένα άμεσο κβάντο και γι’ αυτό κάποιο προσδιορισμένο(bestimmte) κβάντο· εξίσου άμεση είναι η ποιότητα που ανήκει σε αυτό(ενν. το κβάντο)». Άμεσες σημαίνει ότι ακόμα δεν μεσολαβούνται μεταξύ τους. Εδώ πρόκειται για μία ταυτότητα με διαφορά. Αυτή η διάκριση ίσως γίνει περισσότερο αντιληπτή με ένα παράδειγμα. Η θερμοκρασία είναι η αδιάφορη ποσότητα και σχετιζόμενη εξωτερικά με ένα αντικείμενο αυτό αποκτά μία θερμοκρασία. Εδώ οι πλευρές παρότι βρίσκονται σε μία σχέση ,καθώς γίνεται λόγος για την θερμοκρασία της μίας και της άλλη συγκεκριμένης ύπαρξης, η σχέση τους είναι ακόμα εξωτερική. Επομένως η θερμοκρασία δεν είναι πλέον αδιάφορη καθώς συνδέεται με ένα αντικείμενο και μάλιστα σε συγκεκριμένους βαθμούς αυτό αλλάζει ποιοτικά,«Το Κάτι δεν είναι αδιάφορο προς το μέγεθος…αλλά η αλλαγή του μεγέθους αλλάζει την ποιότητά του».
Δεν κάνουμε αναφορά στην κλίμακα  γιατί θα την συναντήσουμε αμέσως παρακάτω ως «Κανόνα», και επίσης παραλείπουμε την παράγραφο 2 καθότι κάνει αναφορά στην ιστορία της φιλοσοφίας. Πάμε λοιπόν στην πολύ σημαντική παράγραφο 3.
Στην τρίτη λοιπόν παράγραφο του κεφαλαίου ο Χέγκελ λέει ότι το ειδικό κβάντο στην αμεσότητά του «είναι μία συνηθισμένη ποιότητα με ένα συγκεκριμένο μέγεθος κατάλληλο για αυτή». Επαναλαμβάνει επίσης ότι επειδή το μέτρο είναι άμεσο και οι ίδιες οι πλευρές είναι άμεσες και έχουν «μία διαφορετική ύπαρξη». Η μετάβαση στο επόμενο κεφάλαιο γίνεται μέσω της τελευταίας πρότασης του παρόντος κεφαλαίου: « Η ύπαρξη του μέτρου ,η οποία είναι η πλευρά του μεγέθους προσδιορισμένου εν εαυτώ ,συμπεριφέρεται τότε ενάντια στην ύπαρξη της μεταβλητής εξωτερικής πλευράς με το να αίρει την αδιαφορία του τελευταίου· αυτή είναι ένα προσδιορίζον μέτρο». Βλέπουμε λοιπόν ότι το μέτρο τώρα παύει να είναι η εξωτερική ενότητα της ποσότητας και της ποιότητας και ανέρχεται σε ένα πολύ πιο συγκεκριμένο επίπεδο, αυτό του προσδιορισμού της ποσότητας από την ποιότητα. Πλέον η αδιάφορη ποσότητα προσδιορίζεται από το εσωτερικό μέτρο της ποιότητας.


Β. Εξειδικεύον μέτρο[333-341][5]


α. Ο κανόνας[333]


Όπως είδαμε το προηγούμενο κεφάλαιο κλείνει με την μετάβαση στο εξειδικεύον μέτρο. Το παρόν υποκεφάλαιο με τίτλο «Ο κανόνας» φαίνεται πως επανέρχεται στην εξωτερική σχέση της ποσότητας με την ποιότητα. Λέει αρχικά ότι η κλίμακα είναι συνώνυμη του κανόνα, δηλ. της εξωτερικής σχέσης ενός προσδιορισμένου καθ’ εαυτό ειδικού κβάντου(μέτρου) με μία «ιδιαίτερη ύπαρξη(Existenz)». Ο ορισμός του κανόνα είναι ότι «αυτός είναι ένα μέτρο εξωτερικό προς το απλό κβάντο», όπου απλό κβάντο(blöße Quantum) σημαίνει ύπαρξη. Στη σχέση του κανόνα με το εξωτερικό(ή απλό) κβάντο «αυτό είναι ένα κβάντο με μία ύπαρξη, η οποία είναι άλλη από το κάτι του κανόναΑλλά το μέτρο δεν είναι μόνο ένας εξωτερικός κανόνας. Το ειδικό μέτρο έχει ως εσωτερική του φύση ότι συνδέεται με το άλλο του ,το οποίο είναι κβάντο(ως αδιάφορη ποσότητα).
Στο προηγούμενο κεφάλαιο η ποιοτική πλευρά ήρε την ποσοτική και έτσι μεταβήκαμε στο εξειδικεύον μέτρο. Παρόλα αυτά ο κανόνας επιστρέφει ξανά στο προ της άρσης μέτρο. Άρα το υποκεφάλαιο του «Κανόνα» είναι το ειδικό κβάντο και δεν έχει καμία σχέση με το εξειδικεύον μέτρο. Η αναφορά του από τον Χέγκελ ως πρώτου σταδίου του προσδιορίζοντος μέτρο είναι παραπλανητική. Κατά τη γνώμη μας εδώ το τριαδικό σχήμα παραμορφώνει την ίδια την εγελιανή λογική. Ο Μαρξ(όπως τον ερμηνεύει ο Βαζιούλιν) δεν είναι τυχαίο πως μεταβαίνει κατ’ ευθείαν από το ειδικό κβάντο στο προσδιορίζον.
Ο κανόνας κλείνει έτσι όπως περίπου έκλεισε και το ειδικό κβάντο ,λέγοντας ότι «το μέτρο δεν είναι μόνο ένα εξωτερικός κανόνας· ως ένα ειδικό μέτρο η εσωτερική του φύση είναι ότι σχετίζεται με το άλλο του ,το οποίο είναι ένα κβάντο».

β. Εξειδικεύον μέτρο[333-336]

Από την εξωτερική σχέση της ποιότητας και της ποσότητας που είχαμε στο ειδικό κβάντο μεταβαίνουμε στην εξειδίκευση της ποσότητας από την ποιότητα. Από εδώ πιάνει το νήμα το υποκεφάλαιο για το εξειδικεύον μέτρο. Κατά τη γνώμη μου μπορούμε να παρομοιάσουμε την αδιάφορη ποσότητα με το επουσιώδες. Η αδιάφορη ποσότητα εντός του μέτρου είναι ό,τι έχει απομείνει από την Ποσότητα ,όπως το επουσιώδες είναι ό,τι έχει απομείνει από το Είναι εντός της ουσίας.
Η πρώτη πρόταση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη: «Το μέτρο είναι ένα ειδικό προσδιορίζειν του εξωτερικού μεγέθους, δηλ. του αδιάφορου μεγέθους ,το οποίο τίθεται στο Κάτι του μέτρου από μία άλλη ύπαρξη εν γένει». Άρα εντός του μέτρου έχουμε το αδιάφορο μέγεθος και το Κάτι. Τι είναι αυτό το Κάτι; «Το Κάτι του μέτρου είναι πράγματι το ίδιο ένα κβάντο, αλλά με τη διαφορά ότι αυτό είναι η ποιοτική πλευρά προσδιορίζουσα το απλά αδιάφορο και εξωτερικό κβάντο». Άρα το Κάτι που είναι ένα οποιοδήποτε πράγμα στην σχέση του με την αδιάφορη ποσότητα εντός του ειδικού κβάντου παίζει το ρόλο της ποιότητας.
Αν αναλύσουμε το Κάτι θα δούμε ότι αυτό διαθέτει ένα εγγενές μέτρο ,ένα δικό του δηλ. ιδιαίτερο μέτρο ,το οποίο είναι αποτέλεσμα της σχέσης της εσωτερικής του ποιότητας με το μέγεθος αυτής. Το Κάτι άρα έχει διπλό ρόλο από την μία είναι ποιότητα στην σχέση του με την αδιάφορη ποσότητα και από την άλλη είναι εγγενές μέτρο στον εαυτό του. Το ίδιο το Κάτι αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς έχει πολλά μέτρα καθώς φέρει εντός του πολλές ποιότητες(ιδιότητες) και άρα πολλά μεγέθη που αντιστοιχούν σε αυτές. Εξ’ ου και ο Χέγκελ λέει ότι: «Το εμμενές μέτρο είναι μία ποιότητα του κάτινος…». Το εμμενές μέτρο του κάτινος δεν είναι άλλο από την σχέση στο εσωτερικό του της ποιότητας με την ποσότητα. Όμως εμάς σε αυτό το επίπεδο αφαίρεσης δεν μας ενδιαφέρει πως συγκροτείται στο εσωτερικό του το εξειδικεύον μέτρο αλλά μόνο η προσδιορίζουσα σχέση που έχει με την εξωτερική ποσότητα.
Ας δούμε το παράδειγμα που μας δίνει στην παρατήρηση: Η θερμοκρασία είναι εξωτερικό αδιάφορο μέγεθος σχετίζεται στο μέτρο με μία ποιότητα. Η ποιότητα αυτή είναι το Κάτι ,δηλ. ένα πράγμα. Όταν τώρα η θερμοκρασία συσχετίζεται με ένα πράγμα ούσα αυτή το γενικό μέσο, η σχέση τους είναι εξωτερική και η θερμοκρασία λειτουργεί ως κλίμακα ή κανόνας. Η αλλαγή της εν τοιαύτη περιπτώσει γίνεται «στην κλίμακα μίας αριθμητικής προόδου, αυξανόμενη ή μειούμενη ομοιόμορφα». Για την ακρίβεια αυτή είναι η πρώτη, η εμπειρική πρόσληψη της θερμοκρασίας όταν δηλ. αυτή σχετίζεται με ένα πράγμα. Εδώ αυτή η εξωτερική πλευρά θυμίζει το επουσιώδες(ό,τι έχει απομείνει από το Είναι εντός της Ουσίας) ,δηλ. ό,τι έχει απομείνει από την ποσότητα αλλά εντός του μέτρου. Επομένως και το επουσιώδες και το εξωτερικό κβάντο είναι ανηρημένα μεν ,διατηρούν όμως την αμεσότητα το πρώτο ,την αδιαφορία το δεύτερο. Αυτό που βλέπουμε είναι η εξωτερική σχέση της ποσότητας με το πράγμα. Αν το προσέξουμε λίγο καλύτερα το Κάτι έχει το δικό του εγγενές μέτρο, το οποίο ο Χέγκελ το ονομάζει θερμική ικανότητα.
Τι είναι όμως η θερμική ικανότητα;  Ο τύπος της είναι c=Q/ΔΤ ,όπου Q η θερμότητα και όπου ΔΤ η διαφορά θερμοκρασίας. Θερμική ικανότητα εκάστου σώματος είναι η θερμότητα που απαιτείται για να μεταβληθεί κατά ένα βαθμό η θερμοκρασία του. Έτσι το νερό χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη ποσότητα θερμότητας για να μεταβάλλει τη θερμοκρασία του απ’ ότι πχ η άσφαλτος. Ακόμα εμείς σε αυτό το επίπεδο που βρισκόμαστε παρατηρούμε την θερμική ικανότητα κάπως αφηρημένα ,την βλέπουμε στο αποτέλεσμά της ,δηλ. στις διαφορετικές θερμοκρασίες. Μόνο αν εξεταστεί ειδικά το εγγενές αυτό μέτρο θα μπορέσουμε να δούμε ότι εδώ έχουμε μία νέα κατηγορία αυτή της θερμότητας, δηλ. της ενέργειας. Ο Χέγκελ δεν μπαίνει σε αυτή την ανάλυση. Εδώ ακριβώς φαίνεται ότι το εμμενές μέτρο έχει και αυτό με τη σειρά του πλευρές ,ποιότητα και ποσότητα αλλά η ανάλυση αυτή θα έρθει παρακάτω.
Αν επομένως εξετάσουμε βαθύτερα την σχέση κάτινος-αδιάφορου μεγέθους θα διαπιστώσουμε ότι το «κάτι δεν αποδέχεται το αριθμητικό σύνολο της αλλαγής»· αντίθετα το μέτρο του κάτινος «αντιδρά απέναντι σε αυτή και συμπεριφέρεται απέναντι στο [αριθμητικό] σύνολο ως ένα εντατικό μέτρο αφομοιώνοντας αυτό με ένα χαρακτηριστικά δικό του τρόπο». Έτσι το κάτι εντός της εξωτερικότητας είναι για τον εαυτό του. Στη νέα αυτή σχέση που συλλαμβάνει η νόηση το εξωτερικό κβάντο εξειδικεύεται με ένα σταθερό τρόπο, «το μέτρο έχει έτσι το dasein του ως ένα λόγο(ratio,Verhältnis), και η εξειδίκευσή του είναι εν γένει ο εκθέτης αυτού του λόγου». Αυτό σημαίνει ότι το Κάτι αίρει την αδιάφορη ποσότητα με μία συγκεκριμένη αναλογία ,έτσι ώστε «το κβάντο λαμβάνεται αρχικά στο άμεσο μέγεθός του αλλά διαμέσου του εκθέτη του λόγου αυτό μεταφέρεται σε μία δεύτερη στιγμή σε ένα άλλο πλήθος». Το αδιάφορο πλήθος της εξωτερικής ποσότητας γίνεται προσδιορισμένο πλήθος εντός του κάτινος. Ο εκθέτης είναι επομένως η σχέση ανάμεσα στο εξωτερικό κβάντο και στο εξειδικεύον μέτρο(δηλ. το κάτι).
Ο εκθέτης εκ πρώτοις μπορεί να εμφανιστεί ως η ποσοτική σχέση «ανάμεσα στο εξωτερικό και το ποιοτικά προσδιορισμένο κβάντο» , ως ένα πηλίκο. Όμως αυτή του η πλευρά παρότι υπαρκτή αποκρύπτει την ποιοτική του φύση ως εξειδικεύον το κβάντο ως τέτοιο. Ο εκθέτης ήταν η ποιοτική στιγμή στην ποσότητα ,τώρα παίζει τον ίδιο ρόλο και στο μέτρο: «Ο μόνος αυστηρά εμμενής ποιοτικός προσδιορισμός του κβάντου είναι(όπως είδαμε νωρίτερα) αυτός της δύναμης , και αυτός πρέπει να είναι ένας τέτοιος προσδιορισμός της δύναμης(ή εκθετικός προσδιορισμός ΘΛ) που τώρα συγκροτεί το λόγο και που ως ο εσωτερικά υφιστάμενος προσδιορισμός(«an sich seiende Bestimmung») αντικρίζει το κβάντο ως εξωτερικά συγκροτημένο».
Ανάμεσα στο εξωτερικό κβάντο και στον εσωτερικά υφιστάμενο προσδιορισμό υφίσταται μία διαφορά αρχής(Prinzip) καθότι στον μεν πρώτο η σύνδεση των κβάντων είναι με αριθμητική πρόοδο, ενώ η αντίστοιχη αλλαγή του της «ποιοτικής φύσης παράγει μία άλλη σειρά ,η οποία αναφέρεται στην πρώτη ,αυξάνεται ή μειώνεται με αυτή, όχι όμως σε ένα ένα λόγο προσδιορισμένο από έναν αριθμητικό εκθέτη αλλά με έναν λόγο ο οποίος είναι αριθμητικά ασύμμετρος, σύμφωνα με έναν προσδιορισμό της δύναμης(«Potenzenbestimmung»)».
Ας συγκεκριμενοποιήσουμε όσα είπαμε με βάση το παράδειγμά μας: Αν εξεταστεί βαθύτερα η σχέση ή χρησιμοποιώντας μία πιο εγελιανή φράση ,η σχέση αυτή στην αλήθεια της είναι ο προσδιορισμός της εξωτερικής θερμοκρασίας από το εσωτερικό μέτρο του εκάστοτε πράγματος, πχ. του νερού. «Αλλά στην πραγματικότητα η θερμοκρασία αφομοιώνεται διαφορετικά από τα διαφορετικά επιμέρους σώματα που βρίσκονται σε αυτή την θερμοκρασία, επειδή αυτά τα σώματα προσδιορίζουν την εξωτερικά λαμβανόμενη θερμοκρασία διαμέσου του εγγενούς τους μέτρου· η αλλαγή στην θερμοκρασία καθενός από αυτά δεν αντιστοιχεί στον ευθύ λόγο του μέσου…». Έτσι μπορεί η εξωτερική θερμοκρασία να είναι 30 βαθμοί κελσίου και η θερμοκρασία του νερού να είναι 20. Αυτό οφείλεται στο εμμενές μέτρο του νερού που εξειδικεύει την θερμοκρασία του.
Η μετάβαση στο επόμενο υποκεφάλαιο(με τίτλο «Η σχέση των δύο πλευρών ως ποιότητες») γίνεται ως εξής: «Εδώ υποτέθηκε μία θερμοκρασία η οποία είναι απόλυτα εξωτερική και στην οποία η μεταβολή θα ήταν απλά εξωτερική ή καθαρά ποσοτική. Αλλά η θερμοκρασία είναι η ίδια η θερμοκρασία του αέρα ή κάποια άλλη ειδική θερμοκρασία». Η σκέψη λοιπόν φωτίζοντας  τώρα όχι τον προσδιορισμό(δηλ. τη σχέση  των πλευρών) της εξωτερικής πλευράς από την ποιοτική, αλλά τις ίδιες τις πλευρές διαπιστώνει ότι πρόκειται περί δύο ποιοτήτων. Έτσι ο λόγος «αν εξεταστεί από πιο κοντα», θα έπρεπε μάλλον να εκλαμβανόταν όχι ως ο λόγος ενός απλά προσδιορισμένου κβάντου προς ένα προσδιορίζον κβάντο ,αλλά ως δύο ειδικά κβάντα(άρα και ως μέτρα). Όμως εδώ δεν εννοεί το ειδικό κβάντο του οποίου το μέγεθος είναι αδιάφορο προς την ποιότητα(άρα το ειδικό κβάντο του πρώτου κεφαλαίου) αλλά μάλλον έχει κατά νου την σχέση ποσότητας και ποιότητας όπως υπάρχει στον τύπο της θερμικής ικανότητας. Άλλωστε πλέον μία τέτοια αδιάφορη ποσότητα θεωρείται πολύ αφηρημένη για το στάδιο του μέτρου στο οποίο θα ανέλθουμε.
Μάλιστα μας λέει τα δύο αυτά ειδικά κβάντα είναι ποιότητες ,πράγματα και βρίσκονται σε ένα λόγο μεταξύ τους. Αυτό που λέει ο Χέγκελ είναι ότι το ίδιο το μέτρο μπορεί να φέρει εντός του άλλα μέτρα και αυτό ως το άπειρο. Καθώς και αυτά με τη σειρά τους θα ακολουθήσουν την ίδια πορεία με την θερμοκρασία. Στην Φυσική η διαδοχή των μέτρων είναι άπειρη ,ενώ στην λογική αρκεί που προσδιορίζουμε τις κατηγορίες και την σχέση μεταξύ τους. Η πρόοδος στην λογική γίνεται μέσα από πιο σύνθετες κατηγορίες· έτσι αυτό που στη Φυσική θεωρείται εμβάθυνση στη λογική να είναι επανάληψη των ίδιων κατηγοριών.
Η πιο σύνθετη κατηγορία σε επίπεδο λογικής είναι να εξεταστεί η σχέση των δύο ποιοτήτων, όπως τιτλοφορείται άλλωστε και το τρίτο υποκεφάλαιο.

Κριτικές παρατηρήσεις


Ήδη στην εισαγωγή κάναμε λόγο για δύο τύπου κινήσεις στην εγελιανή λογική: αυτή η οποία ακολουθεί την πραγματική ανάπτυξη του αντικειμένου(οντολογική πορεία) και αυτή που αντιστοιχεί στον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο η σκέψη προσλαμβάνει το πραγματικό. Είπαμε ήδη οι δύο αυτές κινήσεις που συνυπάρχουν στην «Επιστήμη της Λογικής» δεν συνειδητοποιούνται από τον Χέγκελ ,γιατί για αυτόν το ενεργώς πραγματικό και η σύλληψή του είναι ένα και το αυτό. Όμως αν όλη η πορεία είναι εμμενής και δεν υπάρχει πουθενά ο φιλόσοφος ο οποίος εμβαθύνει πως εξηγείται η παρακάτω φράση; «Αλλά ο λόγος αν εξεταστεί από πιο κοντά[6] ,θα έπρεπε κανονικά να γίνει δεκτός όχι ως λόγος ενός απλά ποσοτικού κβάντου προς ένα ποιοτικοποιών κβάντο ,αλλά από δύο ειδικά κβάντα». Εδώ συναντάμε ακριβώς τη αδυναμία του Χέγκελ να αντιληφθεί ότι στην μετάβαση από την αδιάφορη σχέση της ποσότητας με την ποιότητα προς την εξειδικεύουσα σχέση και από κει προς την σχέση των πλευρών ως δύο ποιότητες δεν έχουμε έκπτυξη του πραγματικού αντικειμένου αλλά εμβάθυνση της σκέψης πάνω σε αυτό.
Ενδεχομένως αν εξετάσει κανείς την ιστορία της Φυσικής όσον αφορά την μελέτη της θερμοκρασία και της θερμότητας να διαπιστώσει ότι ακριβώς αυτή είναι η κίνηση της σκέψης. Ίσως ο Χέγκελ ο ίδιος να είχε κάνει αυτή την ιστορική μελέτη και να είχε αντιληφθεί ότι περίπου έτσι αυτή κινήθηκε. Παρότι όμως η επιστήμη κινείται με τον ιδιότυπα δικό της τρόπο κινούμενη από το εξωτερικό προς το εσωτερικό, στην φύση εξαρχής δεν υπάρχει θερμοκρασία εν γένει αλλά υπάρχει μεταφορά θερμότητας από ένα πράγμα στο άλλο. Άρα εδώ είναι προφανές ότι υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στην ανάπτυξη του κόσμου και στον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνει αυτήν την ανάπτυξη η σκέψη. Ο Χέγκελ αναγκάζεται να προσφύγει στην γνωσιολογική προσέγγιση του τρίτου ,του φιλοσόφου ,ο οποίος αν το δει καλύτερα αυτό που έχει μπροστά του θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για δύο ποιότητες. Ακριβώς λοιπόν επειδή είναι συνεπής στην μελέτη της πραγματικής διαδικασίας ,γίνεται ασυνεπής στις προκείμενες που είχε θέση για την λογική του(υλιστική στιγμή εντός βέβαια του ιδεαλιστικού συστήματος). Και στο βαθμό που παραμένει ασυνεπής απέναντι στο πραγματικό(όταν δηλ. το ταυτίζει παντού και πάντα με το υποκείμενο) ,γίνεται ασυνεπής ως προς την πραγματική κατανόηση τόσο αυτού όσο και της ιδιοτυπίας της σκέψης(ιδεαλιστική στιγμή). Στο παρόν παράδειγμα πάντως ο Χέγκελ μένει πιστός στο πραγματικό ,παραμορφώνοντας την συνοχή του συστήματός του. Έχει τεράστιο ενδιαφέρον να αναζητήσουμε παραδείγματα όπου υπερισχύει η δεύτερη τάση του Χέγκελ...

γ. Σχέση των δύο πλευρών ως ποιότητες + Παρατήρηση(336-341)


1. Ο Χέγκελ συνοψίζει αρχικά την προηγούμενη πορεία ως εξής: «Η ποιοτική πλευρά του κβάντου ,προσδιορισμένη καθ’ εαυτή, υφίσταται μόνο ως μία αναφορά προς την εξωτερική ποσοτική πλευρά· ως εξειδικεύουσα την τελευταία ,αυτή είναι μία άρση της εξωτερικότητάς της διαμέσου της οποίας το κβάντο είναι ως τέτοιο». Η εξωτερική πλευρά τώρα «διαφέρει ποιοτικά από την ποιότητα, και αυτή η διαφορά μεταξύ των δύο πρέπει τώρα να τεθεί στην αμεσότητα του Είναι εν γένει ,η οποία χαρακτηρίζει ακόμα το μέτρο».
Αρχικά ο Χέγκελ εξετάζει την σχέση των δύο πλευρών από την ποιοτική σκοπιά. Πρόκειται για δύο ποιότητες οι οποίες είναι ποιοτικά προσδιορισμένα Είναι δια εαυτά. Οι δύο αυτές πλευρές βρίσκονται όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο σε μία ποιοτική σχέση μεταξύ τους, αυτή του εκθέτη. Η σχέση αυτών των ποιοτήτων ανυψώνει το μέτρο στο επίπεδο του δια εαυτό Είναι .Η ανάβαση στο δια εαυτό Είναι οφείλεται στο ότι οι ποιότητες στον εαυτό τους είναι εκάστη ένα εμμενές μέτρο που φέρει εντός του το εξωτερικό και το ειδικό κβάντο. Άρα οι πλευρές είναι «ήδη εσωτερικά συνδεδεμένες η μία με την άλλη στο δια εαυτό Είναι του μέτρου…μόνο με αυτόν τον τρόπο οι ποιότητες προσδιορίζονται». Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι εννοεί ότι οι δύο ποιότητες(ως ειδικές θερμότητες) συνδέονται με το ότι και οι δύο έχουν στον αριθμητή την θερμότητα η οποία ορίζεται ως μεταφορά ενέργειας. Ιδού ο ορισμός: «Η θερμότητα μπορεί να οριστεί ως η μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα προς ένα άλλο εξ αιτίας διαφοράς της θερμοκρασίας τους. Η θερμότητα μεταφέρεται από το θερμότερο σώμα προς το ψυχρότερο».
Στην δεύτερη παράγραφο θα εξετάσει την ποσοτική τους σχέση καθώς το ««Το μέτρο είναι έτσι η εμμενής ποσοτική σχέση δύο ποιοτήτων μεταξύ τους».
2. Στην δεύτερο μέρος του υποκεφαλαίου ο Χέγκελ θα παρουσιάσει και κάποιους νέους όρους. Ο πρώτος είναι αυτός του μεταβλητού μεγέθους. Ας δούμε τι είναι το «μεταβλητό μέγεθος». Το μέτρο μας λέει είναι ανηρημένο κβάντο ,είναι κβάντο και κάτι άλλο, δηλ. κάτι ποιοτικό. Στο στάδιο του μέτρου που βρισκόμαστε το ποιοτικό στοιχείο είναι «η σχέση των δυνάμεων του κβάντου». Όπως μας λέει στο άμεσο μέτρο αυτή η μεταβλητότητα δεν έχει τεθεί ακόμα ,ενώ στο εξειδικεύον μέτρο «αυτό που τίθεται είναι η διαφορετικότητα δύο προσδιορισμένων μεγεθώων και έτσι εν γένει η πολλότητα των μέτρων σε ένα κοινό ,εξωτερικό κβάντο», εννοώντας την θερμοκρασία. Για πρώτη φορά αυτό το μέτρο είναι ένα daseiendes(υπάρχον με την έννοια του πραγματικού που συνιστά το δεύτερο μέρος του μέτρου) μέτρο «επειδή εμφανίζεται ως ένα Είναι που είναι ένα και το αυτό(π.χ. η σταθερή θερμοκρασία του μέσου) και την ίδια στιγμή ένα διαφοροποιημένο και πράγματι ποσοτικό Dasein(στις ποικίλες θερμοκρασίες των σωμάτων που βρίσκονται εντός του μέτρου)». Η φράση αυτή θυμίζει το καλό άπειρο το οποίο είναι η μετάβαση προς το δια εαυτό Είναι. Όμως δεν πρόκειται για τυχαία ομοιότητα πράγματι ο Χέγκελ μεταβαίνει στο δια εαυτό Είναι του μέτρου μέσα από αυτό το υποκεφάλαιο. «Αυτή η διαφοροποίηση του κβάντου σε διάφορες ποιότητα-διαφορετικά σώματα- αποδίδει μία περαιτέρω μορφή του μέτρου, μία στην οποία οι δύο πλευρές συνδέεονται μεταξύ τους ως ποιοτικά προσδιορισμένα κβάντα και αυτό μπορεί να ονομαστεί πραγματοποιημένο μέτρο(realisierte Maß)». Τί παρατηρούμε εδώ; Ότι εντός του μέτρου έχουμε άπειρες σχέσεις ποιοτικών κβάντων τα οποία συνιστούν Dasein ,δηλ. πραγματικές υπάρξεις και μέσα από αυτές πραγματοποιείται το μέτρο, δηλ. μέσα στους περατούς,επιμέρους προσδιορισμούς το μέτρο σχετίζεται με τον εαυτό του. Με αυτή την έννοια είναι λοιπόν και μεταβλητό καθώς ανάλογα με τις σχέσεις των ποιοτήτων στο εσωτερικό του αποκτά και διαφορετικούς ποσοτικούς προσδιορισμούς.
Όμως για τον Χέγκελ το αυθεντικό μεταβλητό μέτρο δηλ. η ποιοτική σχέση των πλευρών  υπάρχει μόνο όταν αυτή «προσδιορίζεται από ένα λόγο των δυνάμεων». Μάλιστα εκάστη ποιότητα δεν ισχύει ως τέτοια αλλά μόνο σε συμμόρφωση με το άλλο, δηλ. ποιοτικά.
 Στη συνέχεια ο Χέγκελ αλλάζει παράδειγμα και χρησιμοποιεί πλέον αυτό του χώρου και του χρόνου ως ποιοτικές που σχετίζονται εντός του μέτρου της κίνησης. Υποθέτω ότι αυτό υπαγορεύεται από ο λόγος των πλευρών εντός της θερμοκρασίας ως μέσου δεν μπορεί να υψωθεί στην δύναμη ,δηλ. στον αυθεντικό προσδιορισμό της ποιοτικής σχέσης των πλευρών. Αντίθετα όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω ο χώρος και ο χρόνος προσφέρονται για αυτό. Όμως εδώ ανακύπτει ένα ερώτημα: Ο Χέγκελ ως γνωστόν έχει μία σπάνια ενότητα σκέψης και συστηματικότητα. Γιατί δεν ξεκίνησε εξ’ αρχής με το χρόνο και το χώρο ώστε να παρουσιάσει όλα τα στάδια με βάση αυτά τα δύο ως παράδειγμα. Απαντήσαμε ήδη στο γιατί δεν συνεχίζει με την θερμοκρασία ως παράδειγμα. Κατά τη γνώμη μας ο Χέγκελ μεταβαίνει σε αυτό το στάδιο σε οντολογικά ανώτερα πιο προσδιορισμένα και σύνθετα μέτρα και γι’ αυτό εγκαταλείπει τα άλλα. Όμως εφόσον υπάρχει ταυτότητα σκέψης και πραγματικού πώς γίνεται από ένα σημείο και μετά να λέμε το συγκεκριμένο πραγματικό είναι αναντίστοιχο της σκέψης και παίρνουμε έτσι ως παράδειγμα ένα άλλο πραγματικό. Άρα το πραγματικό σε κάποιες περιπτώσεις δεν αντιστοιχεί στις κατηγορίες της λογικής. Αυτό που θα άρμοζε σε μία ταυτότητα Υ-Α θα ήταν ,να πάρει ο Χέγκελ εξ’ αρχής την θερμοκρασία και να την αναπτύξει, όπως κάνει ο μαρξ με τις κατηγορίες της πολιτικής οικονομίας. Αυτό θα ήταν μία εμμενής ανάπτυξη. Όμως αδυνατεί να το κάνει αυτό γιατί ακριβώς δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο. Έτσι αναγκάζεται να ψάχνει φαινόμενα του κόσμου τα οποία να αντιστοιχούν στις κατηγορίες του. Εδώ φαίνεται ότι οι κατηγορίες της λογικής μεταβάλλονται ανάλογα με το αντικείμενο που εξετάζουμε. Πάντως πιο σύνθετα αντικείμενα μας δίνουν και πιο πλούσιες κατηγορίες ,οι οποίες μπαίνουν στο εξής στο οπλοστάσιο αυτού που λέμε γενική λογική.
Η πρώτη τους σχέση είναι αυτή της ταχύτητας στην οποία «αυτές οι ποιότητες δεν είναι απροσδιόριστες στην διαφορά τους, επειδή αυτές είναι στιγμές του μέτρου και η ποιοτικοποίηση(Qualifikation) του τελευταίου οφείλει να στηρίζεται σε αυτές». Ο τύπος της ταχύτητας είναι V=d/t, όπου d είναι το διανυόμενο διάστημα(χώρος) σε χρόνο t. Η πρώτη σχέση είναι απλός ευθύς λόγος. Η δεύτερη σχέση εντός του μέτρου της κίνησης είναι αυτή της ελεύθερης πτώσης όπου s=g.t2/2 , ο χώρος είναι μία εξωτερική αριθμητική πρόοδος , «ένα εμπειρικό κβάντο που ποικίλει σε μία αλγεβρική πρόοδο», το άλλο δηλ. ο χρόνος(t)  είναι υψωμένος σε δύναμη. Η τρίτη σχέση που είναι και η ανώτερη είναι εκείνη των ουράνιων σωμάτων όπου και οι δύο πλευρές είναι υψωμένες σε δύναμη. Η κίνηση εδώ χαρακτηρίζεται ως «απόλυτα ελεύθερη». Εδώ πρόκειται για τον τρίτο νόμο του Κέπλερ. Ο τρίτος νόμος του Κέπλερ αφορά την «απόλυτα ελεύθερη κίνηση των ουράνιων σωμάτων» και έχει ως εξής «το τετράγωνο του χρόνου που απαιτείται για να συμπληρώσει ένας πλανήτης μία πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο (η περίοδος του πλανήτη) είναι ανάλογο του κύβου του μεγάλου ημιάξονα της ελλειπτικής του τροχιάς, και η σταθερά της αναλογίας είναι η ίδια για όλους τους πλανήτες»[7].
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τα παραπάνω είναι ότι η ανώτερη ποιοτικοποίηση (Qualifikation) του μέτρου είναι αυτή όπου και οι δύο πλευρές είναι υψωμένες σε δύναμη. «Θεμελιώδεις σχέσεις αυτού του είδους στηρίζονται στην φύση των σχετιζόμενων ποιοτήτων,του χώρου και του χρόνου, και στον τρόπο που συνδέονται μεταξύ τους, είτε η κίνησή τους είναι μηχανική(η οποία είναι ανελεύθερη ή μη προσδιορισμένη από την έννοια των στιγμών της) είτε ενός σώματος που πέφτει(που είναι υπό όρους ελεύθερη) είτε η απόλυτα ελεύθερη κίνης των ουρανών. Αυτού του είδους οι κινήσεις όπως και οι νόμοι τους βασίζονται στην ανάπτυξη της έννοιας των στιγμών τους, του χώρου και του χρόνου, επειδή αυτές οι ποιότητες αποδεικνύονται ως τέτοιες, καθ’ εαυτές ή στην έννοιά τους, ότι είναι αδιαίρετες , και η ποσοτική τους σχέση, δηλ. το είναι δια εαυτό του μέτρου, είναι μόνο ένας προσδιορισμός του μέτρου.»
Στο τέλος της παρατήρησης ο Χέγκελ λέει ορισμένα ενδιαφέροντα πράγματα τα οποία αξίζει να παραθέσουμε: «αναφορικά με τις απόλυτες σχέσης του μέτρου, θα έπρεπε να σημειώθεί ότι τα μαθηματικά της φύσης ,αν αξίζουν το όνομα της επιστήμης, θα έπρεπε να είναι ουσιωδώς η επιστήμη του μέτρου- μία επιστήμη η οποία πράγματι έχει συνεισφέρει πολλά στο εμπειρικό επίπεδο ,αλλά ακόμα λίγα στο επιστημονικό ,δηλ. στο φιλοσοφικό…θα ήταν μία απείρως μεγαλύτερη συνεισφορά εάν εξαφάνιζε(ο Νεύτωνας και λοιποί ΘΛ) τα εμπειρικά κβάντα με το να τα ανύψωνε σε μία καθολική μορφή ποσοτικών προσδιορισμών στην οποία αυτά θα γίνονταν οι στιγμές του νόμου ή του μέτρου».




[1] Η αγγλική μετάφραση μεταφράζει το Dasein ως ύπαρξη(Existence) και όταν ο Χέγκελ λίγο παρακάτω θα χρησιμοποιήσει την γερμανική λέξη Existenz, ο di Giovanni θα τη μεταφράσει ως συγκεκριμένη ύπαρξη(concrete existence). Κατά τη γνώμη και χωρίς να μπαίνω στην ουσία του κάθε όρου, η μετάφραση ως προσδιορισμένο είναι ,είναι αφενός πιο κοντά στο γερμανικό πρωτότυπο και αφετέρου πιο κατανοητή. Το Sein ως καθαρό ,απροσδιόριστο Είναι ,γίνεται da-sein , δηλαδή εδώ-Είναι· το εδώ-Είναι υποδηλώνει ακριβώς ένα συγκεκριμένο,προσδιορισμένο Είναι. Έτσι γίνεται εμφανής η διαφορά και η μετάβαση από την πιο αφηρημένη κατηγορία ,προς την πιο συγκεκριμένη. Ο όρος ύπαρξη είναι η μετάφραση του Dasein  στα λεξικά και προφανώς στην καθομιλουμένη γερμανική η λέξη αυτή νοείται ως «ύπαρξη». Αλλά εδώ νομίζω ότι είναι σαφές ότι ο Χέγκελ θέλει να παίξει με την ομοιότητα  Sein-dasein και επιπλέον δεν είναι κάτι σπάνιο το φιλοσοφικό λεξιλόγιο να διαφέρει στις αποχρώσεις από το καθημερινό λεξιλόγιο.  
[2] Η διατύπωση ότι κάτι είναι αλήθεια κάποιου άλλου είναι επίσης χαρακτηριστική εγελιανή διατύπωση και είναι κατά τη γνώμη μας ισοδύναμη με την φράση κάτι τίθεται στην έννοιά του.
[3] Η φράση αυτή δεν είναι τυχαία αλλά στο «Ειδικό κβάντο» θα επαναλάβει την ίδια σκέψη με άλλο περιεχόμενο: «ό,τι υπάρχει, έχει ένα μέτρο» και  «Κάθε προσδιορισμένο Είναι έχει ένα μέγεθος, και εκείνο το μέγεθος ανήκει στην φύση του ίδιου του Κάτινος»
[4] «Τα τετράγωνα των χρόνων των αστρικών περιφορών των πλανητών είναι ανάλογα των κύβων της μέσης απόστασης αυτών από τον Ήλιο»
[5] Το spezifierendes παρουσιάζει μεταφραστική δυσκολία διότι δεν μπορεί να μεταφραστεί ως προσδιορίζον γιατί στον Χέγκελ το προσδιορίζειν είναι πάντα το bestimmen. Η μόνη μετάφραση που μπορούσα να σκεφθώ είναι «εξειδικεύον» · γι’ αυτό και το spezifisches Maß το μετέφρασα πριν «ειδικό». Την παραθέτω πάντως με κάθε επιφύλαξη.
[6] «Näher betrachtet würde» εδώ η χρήση παθητικής φωνής δεν γλιτώνει τον Χέγκελ από την αμηχανία να απευθύνεται στον παρατηρητή λέγοντάς του «κοίτα καλύτερα». Εδώ δεν υπάρχει εμμενής ανάπτυξη και ο Χέγκελ επειδή ακριβώς έχει ένα παράδειγμα μπροστά του ξέρει πολύ καλά ότι εξ αρχής επρόκειτο για δύο ποιότητες. Αλλά από την άλλη ξέρει ότι για να το κατανοήσει την ύπαρξη δύο ποιοτήτων η σκέψη έπρεπε να περάσει από όλη την προηγούμενη διαδικασία. Όμως αυτή την λεπτή διάκριση που στην πράξη την κατανοεί δεν μπορεί να την συμβιβάσει με το απόλυτο σύστημά του και έτσι απευθύνεται στη διαιτησία του τρίτου παρατηρητή.
[7] Ο Χέγκελ δεν κάνει ρητή αναφορά στον Κέπλερ ούτε στον συγκεκριμένο νόμο αλλά η φράση «απόλυτα ελεύθερη κίνηση των ουράνιων σωμάτων ,όπου η περίοδος περιστροφής και η απόσταση καθορίζονται αμοιβαία, η μία ως μία δύναμη χαμηλότερη απην άλλη ,ως τετράγωνο και κύβος αντίστοιχα», δεν αφήνει περιθώρια για άλλο νόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου