Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Ποσότητα έως και εξειδικεύον μέτρο


Στο παρόν κείμενο εκθέτω το εγελιανό κείμενο μαζί με μία σύντομη κριτική ορισμένων σημείων. Η μελέτη αυτή εντάσσεται στα πλαίσια μίας πολύ ευρύτερης μελέτης που  φιλοδοξεί να παρουσιάσει την συγγένεια και τις διαφορές του μέτρου όπως υπάρχει στην επιστήμη της Λογικής και όπως υπάρχει στη λογική του Κεφαλαίου. Όσο εμβαθύνει η έρευνα είναι λογικό ότι κάποιες από τις παρούσες θέσεις να μεταβάλλονται. Ήδη οφείλω να πω ότι έχω μεταβάλλει σε σημαντικό βαθμό την προηγούμενη δημοσίευσή μου που αφορούσε το ειδικό κβάντο.



ΠΟΣΟΤΗΤΑ(ακροτελεύτεια παράγραφος της ποσότητας)
Η μετάβαση από την ποσότητα στο μέτρο(320)
«Το κβάντο τιθέμενο σύμφωνα με την έννοιά του έχει μεταβεί σε έναν άλλο προσδιορισμό». Το «σύμφωνα με την έννοιά του» είναι μίας από τις χαρακτηριστικές εγελιανές φράσεις που φέρνουν τον αναγνώστη σε αμηχανία. Αυτό που κατά τη γνώμη μου σημαίνει είναι ότι η ποσότητα φέρει μέσα της την ποιότητα. Στο ανώτερο στάδιο λοιπόν της ανάπτυξής της η ποσότητα τίθεται σύφμωνα με αυτό το οποίο φέρει εντός της και έτσι αρνείται τον εαυτό της. Ας δούμε και μία δεύτερη διατύπωση που μας δίνει ο Χέγκελ πριν αναλύσουμε περαιτέρω την διαλεκτική της άρνησης της άρνησης. Λέει λοιπόν  «…ή όπως μπορούμε να πούμε, ο προσδιορισμός του είναι τώρα επίσης η προσδιοριστικότητα, το καθαυτό επίσης ως Dasein[1]». Έχουμε έτσι μία μετάβαση από το καθαυτό Είναι(Ansichsein) στο προσδιορισμένο Είναι(Dasein). Το Dasein στην Ποιότητα ,ήταν εκείνο που έχει εντός του ,τόσο το Είναι όσο και το μη-Είναι. Έτσι κατ’ αναλογία το μέτρο είναι εκείνο που έχει εντός του την ενότητα της ποσότητας και της ποιότητας.
Εντός του τελευταίου σταδίου της Ποσότητας υπάρχουν 2 στιγμές αυτή  του εξωτερικού και αδιάφορου κβάντου και αυτή της ποιότητας. Βρισκόμαστε στο μεταβατικό στάδιο από την Ποσότητα στο Μέτρο ,άρα ακόμα εντός της Ποσότητας. Έτσι οι δύο αυτές στιγμές είναι στιγμές της Ποσότητας. Στην αυτοσχεσία της «η ίδια η εξωτερικότητα είναι τεθειμένη ως μεσολαβημένη από το ίδιο το κβάντο και επομένως ως ένα στάδιο του κβάντου, έτσι ώστε σε αυτή την ίδια την εξωτερικότητα το κβάντο σχετίζεται με τον ίδιο τον εαυτό του –είναι Είναι ως ποιότητα». Στο βαθμό λοιπόν που η ποσότητα μεσολαβεί με τον εαυτό της παύει να είναι άμεση και αδιάφορη και έτσι η ίδια η εξωτερικότητα(που ήταν το χαρακτηριστικό της ποσότητας) μετατρέπεται σε στάδιο του κβάντου.
Ανάμεσα στην ποιότητα και την ποσότητα λαμβάνει χώρα μία διπλή άρνηση. Ας παρακολουθήσουμε την 1η άρνηση, αυτή της ποιότητας από την ποσότητα: τα Ένα μέσω της απώθησης σχετίζονται με τα άλλα Ένα και επειδή όλα τα Ένα είναι ίδια, στην πραγματικότητα η απώθηση είναι έλξη , αυτοσχετισμός. Η ποσότητα είναι η «αλήθεια[2] της ποιότητας». Στην πρώτη αυτή μετάβαση «η ταυτότητα των δύο είναι παρούσα αρχικά μόνο καθ’ εαυτή». Τί σημαίνει καθ’ εαυτή; Ότι «η ποιότητα περιλαμβάνεται στην ποσότητα, αλλά η τελευταία είναι ακόμα μόνο μία μονόπλευρη προσδιοριστικότητα». Μέσω τώρα της 2ης άρνησης αποκαλύπτεται η αλήθεια της ποσότητας και η τελευταία παύει να είναι αδιάφορη και επιστρέφει εντός του εαυτού της. Μάλιστα ο Χέγκελ λέει και κάτι το οποίο θα μας χρησιμεύσει λίγο παρακάτω σε ορισμένες κριτικές επισημάνσεις στις οποίες θα προβούμε: «Έτσι η ποσότητα είναι η ίδια η ποιότητα, με ένα τέτοιο τρόπο που έξω από αυτόν τον προσδιορισμό(ενν. την ποσότητα ΘΛ) η ποιότητα ως τέτοια δεν θα ήταν τίποτα άλλο». Επομένως δεν μπορεί να νοηθεί η ποιότητα δίχως την ποσότητα και το αντίστροφο. Η επιστροφή ως άρνηση της άρνησης είναι ποιοτική ποσότητα. «Για να τεθεί η ολότητα, απαιτείται μία διπλή μετάβαση, όχι μόνο η μετάβαση από την μία προσδιοριστικότητα στην άλλη, αλλά εξίσου η μετάβαση από αυτή την άλλη στην πρώτη, η επιστροφή σε αυτήν».


Παρατηρήσεις


Σε αυτό το σημείο πρέπει να προβούμε σε μία προκαταρκτική κριτική αποτίμηση της εγελιανής λογικής. Εφιστήσαμε στο πρώτο κεφάλαιο την προσοχή στο ακόλουθο απόσπασμα «Έτσι η ποσότητα είναι η ίδια η ποιότητα, με ένα τέτοιο τρόπο που έξω από αυτόν τον προσδιορισμό(ενν. την ποσότητα ΘΛ) η ποιότητα ως τέτοια δεν θα ήταν τίποτα άλλο»[3]. Κατά τη γνώμη μας το απόσπασμα αυτό και τα δύο που παραθέτουμε στην υποσημείωση εκφράζουν τη μία από τις δύο αντικρουόμενες τάσεις μέσα στην εγελιανή λογική. Τι χαρακτηρίζει όμως πρώτα απ’ όλα την εγελιανή λογική; Το ότι υπάρχει απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα στο Υποκείμενο και το Αντικείμενο(στο εξής Υ-Α). Αντίθετα στην λογική του Κεφαλαίου υπάρχει ταυτότητα με διαφορά και ο Βαζιούλιν μέσα στην ίδια την λογική του Κεφαλαίου ανακαλύτει 6 τύπους σχέσης ανάμεσα στο ιστορικό και το λογικό.
Η σκέψη παρουσιάζει ιδιοτυπίες ως προς την σύλληψη του πραγματικού αντικειμένου και ο τρόπος της διαφέρει από τον τρόπο ανάπτυξης και ύπαρξης του πραγματικού αντικειμένου. Ο Χέγκελ αντίθετα ταυτίζει τον τρόπο σύλληψης του αντικειμένου με την έκπτυξή και ανάπτυξή του. Εξού και είναι δύσκολο και στον ίδιο τον Χέγκελ και στους ερμηνευτές του να αποφασίσουν αν η ανάπτυξη γίνεται από έναν τρίτο, τον φιλόσοφο ή είναι εμμενής. Μόνο αν υιοθετήσει κανείς μία κριτική σκοπιά απέναντι στην εγελιανή λογική, μπορεί να αντιληφθεί ότι η παραπάνω δυσκολία δεν μπορεί να λυθεί ερμηνευτικά· έτσι στα πλαίσια του εγελιανού κειμένου απλά πρέπει να εντοπίζεται ως αδυναμία ,ενώ στα πλαίσια της περαιτέρω ανάπτυξης της Λογικής η δυσκολία αυτή έχει ήδη αρθεί διαλεκτικά από την ανώτερη μαρξική λογική(όπως την αποκωδικοποίησε ο Βαζιούλιν).
Επομένως αν δεν εξεταστεί κριτικά ο Χέγκελ θα υπάρχει πάντα μία άλυτη αντινομία ανάμεσα στο αν η ανάπτυξη είναι γνωσιολογική ή οντολογική. Στην πραγματικότητα αυτή η αμηχανία είναι ακριβώς η ιδιοτυπία της εγελιανής θεωρησιακής ταυτότητας Υ-Α. Ο τρόπος με τον οποίο ο φιλόσοφος προσλαμβάνει το αντικείμενο ,ταυτίζεται με το ίδιο το αντικείμενο και γι’ αυτό έχουμε απόλυτη ταυτότητα. Άρα το αντικείμενο αναπτύσσεται με τον τρόπο με τον οποίο το συλλαμβάνουμε, ή το συλλάμβάνουμε με τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται. Αυτή η φράση θα μπορούσε να είναι παραλλαγή της φράσης «ό,τι είναι έλλογο είναι πραγματικό και ό,τι είναι πραγματικό είναι έλλογο». Αντίθετα στον Μαρξ η σκέψη έχει τη δική της ιδιοτυπία στο να κατανοεί το πραγματικό. Το πραγματικό με άλλα λόγια δεν αντιστοιχεί πλήρως στις κατηγορίες της σκέψης.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ακριβώς η σχέση ποιότητας ,ποσότητας ,μέτρου, ουσίας. Η ποσότητα ποτέ δεν αναπτύσσεται ανεξάρτητα από την ποιότητα(αυτό μας το ομολογεί και ο ίδιος ο Χέγκελ με τα αποσπάσματα που παραθέσαμε) και εφόσον αυτά τα δύο είναι αχώριστα έχουμε ήδη εξαρχής το μέτρο. Επομένως το μέτρο ανακύπτει ήδη από την αφετηρία ,παρότι η σκέψη το κατανοεί ως τρίτο κατά σειρά. Όμως το Είναι δεν είναι το ίδιο το αντικείμενο(όπως το εμπόρευμα δεν είναι το κεφάλαιο), αλλά είναι η επιφάνεια του αντικειμένου. Το κατ’ εξοχήν αντικείμενο εμφανίζεται στην ουσία. Όμως παρότι το εμπόρευμα εν γένει προϋπάρχει του καπιταλισμού ,το καπιταλιστικό εμπόρευμα(άρα το εμπόρευμα ως έκφραση του γενικού πλούτου ,ρόλο που έχει το εμπόρευμα μόνο στον ΚΤΠ και όπου επίσης η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα) ,άρα το Είναι της Κεφαλαιοκρατίας ,δεν προϋπάρχει ,παρότι εξετάζεται πριν την Κεφαλαιοκρατία. Ο Μαρξ έλεγε ότι αν η ουσία των πραγμάτων βρισκόταν στην επιφάνεια, τότε δεν θα είχαμε ανάγκη την επιστήμη. Όμως το γεγονός ότι στην κίνηση της σκέψης η ουσία έπεται του Είναι ,δεν σημαίνει ότι και οντολογικά και ιστορικά η ουσία έπεται. Αντίθετα στον Χέγκελ η ουσία συλλαμβάνεται ως δεύτερο στάδιο της Ιδέας ,που σημαίνει ότι και οντολογικά εκτός από γνωσιολογικά είναι δεύτερο στάδιο. Η σύλληψη της ουσίας ,ταυτίζεται με την ύπαρξη της ουσίας.
Κατ’ επέκταση στον Χέγκελ έχουμε 2 ειδών μεταβάσεις: αυτές που πράγματι αντιστοιχούν στην πραγματική ανάπτυξη του αντικειμένου και άρα οντολογικά συνιστούν διαδοχικά στάδια και αυτές που συνδέονται με την ιδιοτυπία της σκέψης, δηλ. με τον ιδιαίτερο δρόμο(δρόμο με ζικ-ζακ) που αυτή ακολουθεί για να συλλάβει την πραγματική ανάπτυξη. Αν δεν κάνεις αυτή τη διάκριση(που συνιστά συνάμα και κριτική απέναντι στον Χέγκελ) ,τότε οδηγείσαι σε ανυπέρβλητες δυσκολίες ,στο να κατανοήσεις στο πως κινείται το κείμενο. Έτσι όταν ο Χέγκελ λέει ότι η ποιότητα είναι η αλήθεια της ποσότητας και το αντίστροφο δεν πρόκειται για κάποια οντολογική διαδοχή αλλά για μία βαθύτερη σύλληψη του πραγματικού μία σύλληψη η οποία βρίσκεται πιο κοντά στο αντικείμενο ως νοητική ολότητα.
Στον Χέγκελ η μετάβαση από την ποσότητα στο μετρο ακριβώς επειδή όπως είπαμε ταυτίζεται τη νόηση με το πραγματικό παρουσιάζεται σε μία μυστηριακή μορφή όπου το ποσοστικό σαν να κινείται από μόνο σχετίζεται με τον εαυτό του και αυτός ο σχετισμός είναι η ποιότητά του. Πράγματι η ποσότητα στο μέτρο προσδιορίζεται, φωτίζεται από την ποιότητα ,αλλά αυτό το γεγονός σημαίνει μόνο ότι μπαίνει στο ερευνητικό προσκύνιο η σχέση των πλευρών ,δεν σημαίνει ότι η σχέση προέκυψε από αυτοανάπτυξη. Ας δούμε ένα παράδειγμα: στο Κεφάλαιο του Μαρξ έχει σημασία να κατανοήσουμε ότι όλη η ανάπτυξη γίνεται εντός ενός προσδιορισμένου Είναι(Εμπόρευμα) και επίσης να κατανοήσουμε ποια είναι η ποιότητα από την οποία γεννάται η ποσότητα και στην οποία επιστρέφει, έτσι και στον Χέγκελ πρέπει να έχουμε κατά νου πάντα ότι η ποσότητα φέρει μέσα της την ποιότητα. Και αν αυτό δεν φαίνεται στο δεύτερο μέρος(όπου εξετάζει την ίδια την Ποσότητα) αναδύεται στην μετάβαση στο μέτρο.
Ο προσδιορισμός της ποσότητας από την ποιότητα όταν μιλάμε για τις κατηγορίες της λογικής είναι προφανές ότι αδυνατεί να φανεί. Μόνο όταν η λογική εξετάζεται σε σύνδεση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, είναι δυνατό να κατανοήσει κανείς τα όρια που θέτει η ποιότητα στην ποσότητα και άρα την μεταξύ τους σχέση στο μέτρο. Έτσι για παράδειγμα το εμπόρευμα θέτει το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η αξία ως ποσότητα με την έννοια ότι η αξία(ως ποιοτικός προσδιορισμός) και το μέγεθος της αξίας(ως ποσοτικός προσδιορισμός) είναι οι κατηγορίες που αντιστοιχούν σε ένα προσδιορισμένο Είναι, αυτό του εμπορεύματος. Έτσι στην Ποσότητα γίνεται λόγος για κβάντα αξίας ,τα οποία είναι αδιάφορα μεταξύ τους ,αλλά πάντως παραμένουν κβάντα της αξίας.

Μία ανάλογη μετάβαση στον Μαρξ θα μπορούσε να είναι ως εξής. Η αξία είναι κοινωνική ιδιότητα που προκύπτει ως το κοινό σε μία σχέση ανταλλαγής 2 εμπορευμάτων. Έτσι όπως και στο χρήμα όταν μιλάμε για αξία δεν μπορούμε να διακρίνουμε μέσω αυτής συγκεκριμένα εμπορεύματα ,εξ’ αυτού η αξία δεν φέρει μέσα της ως στιγμές όλες τις επιμέρους αξίες χρήσης των μεμονωμένων εμπορευμάτων. Από την σκοπιά του μεγέθους της αξίας ,αυτό συνίσταται σε κβάντα αξίας,τα οποία αποκρυσταλλώνονται στο εκάστοτε εμπόρευμα και αυξάνουν την αξία του. Όμως επειδή η αξία είναι κοινωνική σχέση δεν ενδιαφέρει την μελέτη της κεφαλαιοκρατίας αλλά και την ίδια την κεφαλαιοκρατία η αξία του μεμονωμένου εμπορεύαματος αλλά η μέση αξία της εκάστοτε ομάδας εμπορευμάτων. Άρα η αξία ως αδιάφορη ποσότητα συνδέεται με την αξία ως ομοιογενοποιητική ποιότητα και έχουμε έτσι μία νέα σχέση αυτήν της ποσοτικής ποιότητας.


ΜΕΤΡΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΟΣΟΤΗΤΑ(ποιοτική ποσότητα ως κάτι άμεσο)


Το πρώτο κεφάλαιο του μέτρου ανήκει στον μηχανισμό ,ο οποίος χαρακτηρίζεται από νόμους. Ο μηχανισμός περιέχει εντός του την αφηρημένη ύλη. «Οι ποιοτικές διαφορές αυτής της ύλης είναι ουσιαστικά ποσοτικής φύσης· ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι τίποτα από απλές εξωτερικότητες, και πλήθος από ύλες, μάζες, η ένταση του βάρους είναι προσδιορισμοί οι οποίοι είναι εξίσου εξωτερικοί και έχουν την δική τους προσδιοριστικότητα στο ποσοτικό στοιχείο». «Ως έτσι εσωτερικά προσδιορισμένο στον εαυτό, ο περαιτέρω προσδιορισμός του είναι ότι η διαφορά των στιγμών, του ποιοτικά και ποσοτικά προσδιορισμένου Είναι, αποκαλύπτεται σε αυτό. Αυτές οι στιγμές προσδιορίζουν περαιτέρω τους εαυτούς τους εντός όλων που είναι αυτόνομα μέτρα...»Ένα παράδειγμα είναι ο τρίτος νόμος του Κέπλερ[4] στον οποίο η ποσοτική αναλογία των δύο αφηρημένων υλών διαμορφώνει την ποιοτική τους σχέση. Στο πραγματικό(ή αληθινό) μέτρο που είναι το δεύτερο κεφάλαιο του μέτρου ο χώρος και ο χρόνος δεν εξαφανίζονται αλλά «υπάγονται πια σε άλλους προσδιορισμούς και δεν σχετίζονται μεταξύ τους μόνο σύμφωνα με τον δικό τους εννοιακό προσδιορισμό»[345].  Το πραγματικό μέτρο περιλαμβάνει τα χημικά μέτρα τα οποία είναι συγκεκριμένα πράγματα

Α. Το ειδικό(spezifische) κβάντο(ποσό)(330-333)


1.
Έχουμε λοιπόν ήδη από την προηγούμενη ανάπτυξη ως κεκτημένο ότι το μέτρο είναι μία ποσότητα ,η οποία προσδιορίζεται από την ποιότητα.  «Κάθε προσδιορισμένο Είναι έχει ένα μέγεθος, και εκείνο το μέγεθος ανήκει στην φύση του ίδιου του Κάτινος». Που σημαίνει ότι όταν προηγουμένως εξετάζαμε την ποσότητα θα έπρεπε να έχουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για ποσότητα ενός Dasein. Απλώς στην Ποσότητα η έμφαση δινόταν στην ποσοτική πλευρά του Dasein. Στο μέτρο όμως ήρθε η ώρα να εξεταστεί η ενότητα της ποιότητας και της ποσότητας. Επομένως η μετάβαση στο μέτρο δεν έγινε από την ίδια την αυτοανάπτυξη της ποσότητας αλλά επειδή η νόηση εφόσον έχει κατανοήσει πλήρως την ποσοτική πλευρά κινείται τώρα προς την σύλληψη της σχέσης ανάμεσα στην ποιότητα και την ποσότητα αλλά σε νέα βάση έχοντας πλέον γνωρίσει και τις δύο πλεύρες ως σχετικά ανεξάρτητες τη μία από την άλλη.
Ειδικό κβάντο ονομάζεται από τον Χέγκελ το πρώτο στάδιο της σχέσης ποιότητας-ποσότητας. Σε αυτό το πρώτο στάδιο οι πλευρές βρίσκονται ακόμα σε μία εξωτερική ενότητα(σε μία «αχωριστότητα», όπως μας προτείνει ο ίδιος σε μία από τις πρώτες παρατηρήσεις της λογικής να λέμε αντί για την λέξη ενότητα). Αυτό τι σημαίνει; Ότι παρότι η ποσότητα ανήκει στην ποιότητα και η ποιότητα ανήκει στην ποσότητα ,αυτές παραμένουν άμεσες. . Έτσι οι πλευρές του μέτρου είναι επίσης άμεσες, «ως ένα άμεσο μέτρο αυτό είναι ένα άμεσο κβάντο και γι’ αυτό κάποιο προσδιορισμένο(bestimmte) κβάντο· εξίσου άμεση είναι η ποιότητα που ανήκει σε αυτό(ενν. το κβάντο)». Άμεσες σημαίνει ότι ακόμα δεν μεσολαβούνται μεταξύ τους. Εδώ πρόκειται για μία ταυτότητα με διαφορά. Αυτή η διάκριση ίσως γίνει περισσότερο αντιληπτή με ένα παράδειγμα. Η θερμοκρασία είναι η αδιάφορη ποσότητα και σχετιζόμενη εξωτερικά με ένα αντικείμενο αυτό αποκτά μία θερμοκρασία. Εδώ οι πλευρές παρότι βρίσκονται σε μία σχέση ,καθώς γίνεται λόγος για την θερμοκρασία της μίας και της άλλη συγκεκριμένης ύπαρξης, η σχέση τους είναι ακόμα εξωτερική. Επομένως η θερμοκρασία δεν είναι πλέον αδιάφορη καθώς συνδέεται με ένα αντικείμενο και μάλιστα σε συγκεκριμένους βαθμούς αυτό αλλάζει ποιοτικά,«Το Κάτι δεν είναι αδιάφορο προς το μέγεθος…αλλά η αλλαγή του μεγέθους αλλάζει την ποιότητά του».
Δεν κάνουμε αναφορά στην κλίμακα  γιατί θα την συναντήσουμε αμέσως παρακάτω ως «Κανόνα», και επίσης παραλείπουμε την παράγραφο 2 καθότι κάνει αναφορά στην ιστορία της φιλοσοφίας. Πάμε λοιπόν στην πολύ σημαντική παράγραφο 3.
Στην τρίτη λοιπόν παράγραφο του κεφαλαίου ο Χέγκελ λέει ότι το ειδικό κβάντο στην αμεσότητά του «είναι μία συνηθισμένη ποιότητα με ένα συγκεκριμένο μέγεθος κατάλληλο για αυτή». Επαναλαμβάνει επίσης ότι επειδή το μέτρο είναι άμεσο και οι ίδιες οι πλευρές είναι άμεσες και έχουν «μία διαφορετική ύπαρξη». Η μετάβαση στο επόμενο κεφάλαιο γίνεται μέσω της τελευταίας πρότασης του παρόντος κεφαλαίου: « Η ύπαρξη του μέτρου ,η οποία είναι η πλευρά του μεγέθους προσδιορισμένου εν εαυτώ ,συμπεριφέρεται τότε ενάντια στην ύπαρξη της μεταβλητής εξωτερικής πλευράς με το να αίρει την αδιαφορία του τελευταίου· αυτή είναι ένα προσδιορίζον μέτρο». Βλέπουμε λοιπόν ότι το μέτρο τώρα παύει να είναι η εξωτερική ενότητα της ποσότητας και της ποιότητας και ανέρχεται σε ένα πολύ πιο συγκεκριμένο επίπεδο, αυτό του προσδιορισμού της ποσότητας από την ποιότητα. Πλέον η αδιάφορη ποσότητα προσδιορίζεται από το εσωτερικό μέτρο της ποιότητας.


Β. Εξειδικεύον μέτρο[333-341][5]


α. Ο κανόνας[333]


Όπως είδαμε το προηγούμενο κεφάλαιο κλείνει με την μετάβαση στο εξειδικεύον μέτρο. Το παρόν υποκεφάλαιο με τίτλο «Ο κανόνας» φαίνεται πως επανέρχεται στην εξωτερική σχέση της ποσότητας με την ποιότητα. Λέει αρχικά ότι η κλίμακα είναι συνώνυμη του κανόνα, δηλ. της εξωτερικής σχέσης ενός προσδιορισμένου καθ’ εαυτό ειδικού κβάντου(μέτρου) με μία «ιδιαίτερη ύπαρξη(Existenz)». Ο ορισμός του κανόνα είναι ότι «αυτός είναι ένα μέτρο εξωτερικό προς το απλό κβάντο», όπου απλό κβάντο(blöße Quantum) σημαίνει ύπαρξη. Στη σχέση του κανόνα με το εξωτερικό(ή απλό) κβάντο «αυτό είναι ένα κβάντο με μία ύπαρξη, η οποία είναι άλλη από το κάτι του κανόναΑλλά το μέτρο δεν είναι μόνο ένας εξωτερικός κανόνας. Το ειδικό μέτρο έχει ως εσωτερική του φύση ότι συνδέεται με το άλλο του ,το οποίο είναι κβάντο(ως αδιάφορη ποσότητα).
Στο προηγούμενο κεφάλαιο η ποιοτική πλευρά ήρε την ποσοτική και έτσι μεταβήκαμε στο εξειδικεύον μέτρο. Παρόλα αυτά ο κανόνας επιστρέφει ξανά στο προ της άρσης μέτρο. Άρα το υποκεφάλαιο του «Κανόνα» είναι το ειδικό κβάντο και δεν έχει καμία σχέση με το εξειδικεύον μέτρο. Η αναφορά του από τον Χέγκελ ως πρώτου σταδίου του προσδιορίζοντος μέτρο είναι παραπλανητική. Κατά τη γνώμη μας εδώ το τριαδικό σχήμα παραμορφώνει την ίδια την εγελιανή λογική. Ο Μαρξ(όπως τον ερμηνεύει ο Βαζιούλιν) δεν είναι τυχαίο πως μεταβαίνει κατ’ ευθείαν από το ειδικό κβάντο στο προσδιορίζον.
Ο κανόνας κλείνει έτσι όπως περίπου έκλεισε και το ειδικό κβάντο ,λέγοντας ότι «το μέτρο δεν είναι μόνο ένα εξωτερικός κανόνας· ως ένα ειδικό μέτρο η εσωτερική του φύση είναι ότι σχετίζεται με το άλλο του ,το οποίο είναι ένα κβάντο».

β. Εξειδικεύον μέτρο[333-336]

Από την εξωτερική σχέση της ποιότητας και της ποσότητας που είχαμε στο ειδικό κβάντο μεταβαίνουμε στην εξειδίκευση της ποσότητας από την ποιότητα. Από εδώ πιάνει το νήμα το υποκεφάλαιο για το εξειδικεύον μέτρο. Κατά τη γνώμη μου μπορούμε να παρομοιάσουμε την αδιάφορη ποσότητα με το επουσιώδες. Η αδιάφορη ποσότητα εντός του μέτρου είναι ό,τι έχει απομείνει από την Ποσότητα ,όπως το επουσιώδες είναι ό,τι έχει απομείνει από το Είναι εντός της ουσίας.
Η πρώτη πρόταση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη: «Το μέτρο είναι ένα ειδικό προσδιορίζειν του εξωτερικού μεγέθους, δηλ. του αδιάφορου μεγέθους ,το οποίο τίθεται στο Κάτι του μέτρου από μία άλλη ύπαρξη εν γένει». Άρα εντός του μέτρου έχουμε το αδιάφορο μέγεθος και το Κάτι. Τι είναι αυτό το Κάτι; «Το Κάτι του μέτρου είναι πράγματι το ίδιο ένα κβάντο, αλλά με τη διαφορά ότι αυτό είναι η ποιοτική πλευρά προσδιορίζουσα το απλά αδιάφορο και εξωτερικό κβάντο». Άρα το Κάτι που είναι ένα οποιοδήποτε πράγμα στην σχέση του με την αδιάφορη ποσότητα εντός του ειδικού κβάντου παίζει το ρόλο της ποιότητας.
Αν αναλύσουμε το Κάτι θα δούμε ότι αυτό διαθέτει ένα εγγενές μέτρο ,ένα δικό του δηλ. ιδιαίτερο μέτρο ,το οποίο είναι αποτέλεσμα της σχέσης της εσωτερικής του ποιότητας με το μέγεθος αυτής. Το Κάτι άρα έχει διπλό ρόλο από την μία είναι ποιότητα στην σχέση του με την αδιάφορη ποσότητα και από την άλλη είναι εγγενές μέτρο στον εαυτό του. Το ίδιο το Κάτι αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς έχει πολλά μέτρα καθώς φέρει εντός του πολλές ποιότητες(ιδιότητες) και άρα πολλά μεγέθη που αντιστοιχούν σε αυτές. Εξ’ ου και ο Χέγκελ λέει ότι: «Το εμμενές μέτρο είναι μία ποιότητα του κάτινος…». Το εμμενές μέτρο του κάτινος δεν είναι άλλο από την σχέση στο εσωτερικό του της ποιότητας με την ποσότητα. Όμως εμάς σε αυτό το επίπεδο αφαίρεσης δεν μας ενδιαφέρει πως συγκροτείται στο εσωτερικό του το εξειδικεύον μέτρο αλλά μόνο η προσδιορίζουσα σχέση που έχει με την εξωτερική ποσότητα.
Ας δούμε το παράδειγμα που μας δίνει στην παρατήρηση: Η θερμοκρασία είναι εξωτερικό αδιάφορο μέγεθος σχετίζεται στο μέτρο με μία ποιότητα. Η ποιότητα αυτή είναι το Κάτι ,δηλ. ένα πράγμα. Όταν τώρα η θερμοκρασία συσχετίζεται με ένα πράγμα ούσα αυτή το γενικό μέσο, η σχέση τους είναι εξωτερική και η θερμοκρασία λειτουργεί ως κλίμακα ή κανόνας. Η αλλαγή της εν τοιαύτη περιπτώσει γίνεται «στην κλίμακα μίας αριθμητικής προόδου, αυξανόμενη ή μειούμενη ομοιόμορφα». Για την ακρίβεια αυτή είναι η πρώτη, η εμπειρική πρόσληψη της θερμοκρασίας όταν δηλ. αυτή σχετίζεται με ένα πράγμα. Εδώ αυτή η εξωτερική πλευρά θυμίζει το επουσιώδες(ό,τι έχει απομείνει από το Είναι εντός της Ουσίας) ,δηλ. ό,τι έχει απομείνει από την ποσότητα αλλά εντός του μέτρου. Επομένως και το επουσιώδες και το εξωτερικό κβάντο είναι ανηρημένα μεν ,διατηρούν όμως την αμεσότητα το πρώτο ,την αδιαφορία το δεύτερο. Αυτό που βλέπουμε είναι η εξωτερική σχέση της ποσότητας με το πράγμα. Αν το προσέξουμε λίγο καλύτερα το Κάτι έχει το δικό του εγγενές μέτρο, το οποίο ο Χέγκελ το ονομάζει θερμική ικανότητα.
Τι είναι όμως η θερμική ικανότητα;  Ο τύπος της είναι c=Q/ΔΤ ,όπου Q η θερμότητα και όπου ΔΤ η διαφορά θερμοκρασίας. Θερμική ικανότητα εκάστου σώματος είναι η θερμότητα που απαιτείται για να μεταβληθεί κατά ένα βαθμό η θερμοκρασία του. Έτσι το νερό χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη ποσότητα θερμότητας για να μεταβάλλει τη θερμοκρασία του απ’ ότι πχ η άσφαλτος. Ακόμα εμείς σε αυτό το επίπεδο που βρισκόμαστε παρατηρούμε την θερμική ικανότητα κάπως αφηρημένα ,την βλέπουμε στο αποτέλεσμά της ,δηλ. στις διαφορετικές θερμοκρασίες. Μόνο αν εξεταστεί ειδικά το εγγενές αυτό μέτρο θα μπορέσουμε να δούμε ότι εδώ έχουμε μία νέα κατηγορία αυτή της θερμότητας, δηλ. της ενέργειας. Ο Χέγκελ δεν μπαίνει σε αυτή την ανάλυση. Εδώ ακριβώς φαίνεται ότι το εμμενές μέτρο έχει και αυτό με τη σειρά του πλευρές ,ποιότητα και ποσότητα αλλά η ανάλυση αυτή θα έρθει παρακάτω.
Αν επομένως εξετάσουμε βαθύτερα την σχέση κάτινος-αδιάφορου μεγέθους θα διαπιστώσουμε ότι το «κάτι δεν αποδέχεται το αριθμητικό σύνολο της αλλαγής»· αντίθετα το μέτρο του κάτινος «αντιδρά απέναντι σε αυτή και συμπεριφέρεται απέναντι στο [αριθμητικό] σύνολο ως ένα εντατικό μέτρο αφομοιώνοντας αυτό με ένα χαρακτηριστικά δικό του τρόπο». Έτσι το κάτι εντός της εξωτερικότητας είναι για τον εαυτό του. Στη νέα αυτή σχέση που συλλαμβάνει η νόηση το εξωτερικό κβάντο εξειδικεύεται με ένα σταθερό τρόπο, «το μέτρο έχει έτσι το dasein του ως ένα λόγο(ratio,Verhältnis), και η εξειδίκευσή του είναι εν γένει ο εκθέτης αυτού του λόγου». Αυτό σημαίνει ότι το Κάτι αίρει την αδιάφορη ποσότητα με μία συγκεκριμένη αναλογία ,έτσι ώστε «το κβάντο λαμβάνεται αρχικά στο άμεσο μέγεθός του αλλά διαμέσου του εκθέτη του λόγου αυτό μεταφέρεται σε μία δεύτερη στιγμή σε ένα άλλο πλήθος». Το αδιάφορο πλήθος της εξωτερικής ποσότητας γίνεται προσδιορισμένο πλήθος εντός του κάτινος. Ο εκθέτης είναι επομένως η σχέση ανάμεσα στο εξωτερικό κβάντο και στο εξειδικεύον μέτρο(δηλ. το κάτι).
Ο εκθέτης εκ πρώτοις μπορεί να εμφανιστεί ως η ποσοτική σχέση «ανάμεσα στο εξωτερικό και το ποιοτικά προσδιορισμένο κβάντο» , ως ένα πηλίκο. Όμως αυτή του η πλευρά παρότι υπαρκτή αποκρύπτει την ποιοτική του φύση ως εξειδικεύον το κβάντο ως τέτοιο. Ο εκθέτης ήταν η ποιοτική στιγμή στην ποσότητα ,τώρα παίζει τον ίδιο ρόλο και στο μέτρο: «Ο μόνος αυστηρά εμμενής ποιοτικός προσδιορισμός του κβάντου είναι(όπως είδαμε νωρίτερα) αυτός της δύναμης , και αυτός πρέπει να είναι ένας τέτοιος προσδιορισμός της δύναμης(ή εκθετικός προσδιορισμός ΘΛ) που τώρα συγκροτεί το λόγο και που ως ο εσωτερικά υφιστάμενος προσδιορισμός(«an sich seiende Bestimmung») αντικρίζει το κβάντο ως εξωτερικά συγκροτημένο».
Ανάμεσα στο εξωτερικό κβάντο και στον εσωτερικά υφιστάμενο προσδιορισμό υφίσταται μία διαφορά αρχής(Prinzip) καθότι στον μεν πρώτο η σύνδεση των κβάντων είναι με αριθμητική πρόοδο, ενώ η αντίστοιχη αλλαγή του της «ποιοτικής φύσης παράγει μία άλλη σειρά ,η οποία αναφέρεται στην πρώτη ,αυξάνεται ή μειώνεται με αυτή, όχι όμως σε ένα ένα λόγο προσδιορισμένο από έναν αριθμητικό εκθέτη αλλά με έναν λόγο ο οποίος είναι αριθμητικά ασύμμετρος, σύμφωνα με έναν προσδιορισμό της δύναμης(«Potenzenbestimmung»)».
Ας συγκεκριμενοποιήσουμε όσα είπαμε με βάση το παράδειγμά μας: Αν εξεταστεί βαθύτερα η σχέση ή χρησιμοποιώντας μία πιο εγελιανή φράση ,η σχέση αυτή στην αλήθεια της είναι ο προσδιορισμός της εξωτερικής θερμοκρασίας από το εσωτερικό μέτρο του εκάστοτε πράγματος, πχ. του νερού. «Αλλά στην πραγματικότητα η θερμοκρασία αφομοιώνεται διαφορετικά από τα διαφορετικά επιμέρους σώματα που βρίσκονται σε αυτή την θερμοκρασία, επειδή αυτά τα σώματα προσδιορίζουν την εξωτερικά λαμβανόμενη θερμοκρασία διαμέσου του εγγενούς τους μέτρου· η αλλαγή στην θερμοκρασία καθενός από αυτά δεν αντιστοιχεί στον ευθύ λόγο του μέσου…». Έτσι μπορεί η εξωτερική θερμοκρασία να είναι 30 βαθμοί κελσίου και η θερμοκρασία του νερού να είναι 20. Αυτό οφείλεται στο εμμενές μέτρο του νερού που εξειδικεύει την θερμοκρασία του.
Η μετάβαση στο επόμενο υποκεφάλαιο(με τίτλο «Η σχέση των δύο πλευρών ως ποιότητες») γίνεται ως εξής: «Εδώ υποτέθηκε μία θερμοκρασία η οποία είναι απόλυτα εξωτερική και στην οποία η μεταβολή θα ήταν απλά εξωτερική ή καθαρά ποσοτική. Αλλά η θερμοκρασία είναι η ίδια η θερμοκρασία του αέρα ή κάποια άλλη ειδική θερμοκρασία». Η σκέψη λοιπόν φωτίζοντας  τώρα όχι τον προσδιορισμό(δηλ. τη σχέση  των πλευρών) της εξωτερικής πλευράς από την ποιοτική, αλλά τις ίδιες τις πλευρές διαπιστώνει ότι πρόκειται περί δύο ποιοτήτων. Έτσι ο λόγος «αν εξεταστεί από πιο κοντα», θα έπρεπε μάλλον να εκλαμβανόταν όχι ως ο λόγος ενός απλά προσδιορισμένου κβάντου προς ένα προσδιορίζον κβάντο ,αλλά ως δύο ειδικά κβάντα(άρα και ως μέτρα). Όμως εδώ δεν εννοεί το ειδικό κβάντο του οποίου το μέγεθος είναι αδιάφορο προς την ποιότητα(άρα το ειδικό κβάντο του πρώτου κεφαλαίου) αλλά μάλλον έχει κατά νου την σχέση ποσότητας και ποιότητας όπως υπάρχει στον τύπο της θερμικής ικανότητας. Άλλωστε πλέον μία τέτοια αδιάφορη ποσότητα θεωρείται πολύ αφηρημένη για το στάδιο του μέτρου στο οποίο θα ανέλθουμε.
Μάλιστα μας λέει τα δύο αυτά ειδικά κβάντα είναι ποιότητες ,πράγματα και βρίσκονται σε ένα λόγο μεταξύ τους. Αυτό που λέει ο Χέγκελ είναι ότι το ίδιο το μέτρο μπορεί να φέρει εντός του άλλα μέτρα και αυτό ως το άπειρο. Καθώς και αυτά με τη σειρά τους θα ακολουθήσουν την ίδια πορεία με την θερμοκρασία. Στην Φυσική η διαδοχή των μέτρων είναι άπειρη ,ενώ στην λογική αρκεί που προσδιορίζουμε τις κατηγορίες και την σχέση μεταξύ τους. Η πρόοδος στην λογική γίνεται μέσα από πιο σύνθετες κατηγορίες· έτσι αυτό που στη Φυσική θεωρείται εμβάθυνση στη λογική να είναι επανάληψη των ίδιων κατηγοριών.
Η πιο σύνθετη κατηγορία σε επίπεδο λογικής είναι να εξεταστεί η σχέση των δύο ποιοτήτων, όπως τιτλοφορείται άλλωστε και το τρίτο υποκεφάλαιο.

Κριτικές παρατηρήσεις


Ήδη στην εισαγωγή κάναμε λόγο για δύο τύπου κινήσεις στην εγελιανή λογική: αυτή η οποία ακολουθεί την πραγματική ανάπτυξη του αντικειμένου(οντολογική πορεία) και αυτή που αντιστοιχεί στον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο η σκέψη προσλαμβάνει το πραγματικό. Είπαμε ήδη οι δύο αυτές κινήσεις που συνυπάρχουν στην «Επιστήμη της Λογικής» δεν συνειδητοποιούνται από τον Χέγκελ ,γιατί για αυτόν το ενεργώς πραγματικό και η σύλληψή του είναι ένα και το αυτό. Όμως αν όλη η πορεία είναι εμμενής και δεν υπάρχει πουθενά ο φιλόσοφος ο οποίος εμβαθύνει πως εξηγείται η παρακάτω φράση; «Αλλά ο λόγος αν εξεταστεί από πιο κοντά[6] ,θα έπρεπε κανονικά να γίνει δεκτός όχι ως λόγος ενός απλά ποσοτικού κβάντου προς ένα ποιοτικοποιών κβάντο ,αλλά από δύο ειδικά κβάντα». Εδώ συναντάμε ακριβώς τη αδυναμία του Χέγκελ να αντιληφθεί ότι στην μετάβαση από την αδιάφορη σχέση της ποσότητας με την ποιότητα προς την εξειδικεύουσα σχέση και από κει προς την σχέση των πλευρών ως δύο ποιότητες δεν έχουμε έκπτυξη του πραγματικού αντικειμένου αλλά εμβάθυνση της σκέψης πάνω σε αυτό.
Ενδεχομένως αν εξετάσει κανείς την ιστορία της Φυσικής όσον αφορά την μελέτη της θερμοκρασία και της θερμότητας να διαπιστώσει ότι ακριβώς αυτή είναι η κίνηση της σκέψης. Ίσως ο Χέγκελ ο ίδιος να είχε κάνει αυτή την ιστορική μελέτη και να είχε αντιληφθεί ότι περίπου έτσι αυτή κινήθηκε. Παρότι όμως η επιστήμη κινείται με τον ιδιότυπα δικό της τρόπο κινούμενη από το εξωτερικό προς το εσωτερικό, στην φύση εξαρχής δεν υπάρχει θερμοκρασία εν γένει αλλά υπάρχει μεταφορά θερμότητας από ένα πράγμα στο άλλο. Άρα εδώ είναι προφανές ότι υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στην ανάπτυξη του κόσμου και στον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνει αυτήν την ανάπτυξη η σκέψη. Ο Χέγκελ αναγκάζεται να προσφύγει στην γνωσιολογική προσέγγιση του τρίτου ,του φιλοσόφου ,ο οποίος αν το δει καλύτερα αυτό που έχει μπροστά του θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για δύο ποιότητες. Ακριβώς λοιπόν επειδή είναι συνεπής στην μελέτη της πραγματικής διαδικασίας ,γίνεται ασυνεπής στις προκείμενες που είχε θέση για την λογική του(υλιστική στιγμή εντός βέβαια του ιδεαλιστικού συστήματος). Και στο βαθμό που παραμένει ασυνεπής απέναντι στο πραγματικό(όταν δηλ. το ταυτίζει παντού και πάντα με το υποκείμενο) ,γίνεται ασυνεπής ως προς την πραγματική κατανόηση τόσο αυτού όσο και της ιδιοτυπίας της σκέψης(ιδεαλιστική στιγμή). Στο παρόν παράδειγμα πάντως ο Χέγκελ μένει πιστός στο πραγματικό ,παραμορφώνοντας την συνοχή του συστήματός του. Έχει τεράστιο ενδιαφέρον να αναζητήσουμε παραδείγματα όπου υπερισχύει η δεύτερη τάση του Χέγκελ...

γ. Σχέση των δύο πλευρών ως ποιότητες + Παρατήρηση(336-341)


1. Ο Χέγκελ συνοψίζει αρχικά την προηγούμενη πορεία ως εξής: «Η ποιοτική πλευρά του κβάντου ,προσδιορισμένη καθ’ εαυτή, υφίσταται μόνο ως μία αναφορά προς την εξωτερική ποσοτική πλευρά· ως εξειδικεύουσα την τελευταία ,αυτή είναι μία άρση της εξωτερικότητάς της διαμέσου της οποίας το κβάντο είναι ως τέτοιο». Η εξωτερική πλευρά τώρα «διαφέρει ποιοτικά από την ποιότητα, και αυτή η διαφορά μεταξύ των δύο πρέπει τώρα να τεθεί στην αμεσότητα του Είναι εν γένει ,η οποία χαρακτηρίζει ακόμα το μέτρο».
Αρχικά ο Χέγκελ εξετάζει την σχέση των δύο πλευρών από την ποιοτική σκοπιά. Πρόκειται για δύο ποιότητες οι οποίες είναι ποιοτικά προσδιορισμένα Είναι δια εαυτά. Οι δύο αυτές πλευρές βρίσκονται όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο σε μία ποιοτική σχέση μεταξύ τους, αυτή του εκθέτη. Η σχέση αυτών των ποιοτήτων ανυψώνει το μέτρο στο επίπεδο του δια εαυτό Είναι .Η ανάβαση στο δια εαυτό Είναι οφείλεται στο ότι οι ποιότητες στον εαυτό τους είναι εκάστη ένα εμμενές μέτρο που φέρει εντός του το εξωτερικό και το ειδικό κβάντο. Άρα οι πλευρές είναι «ήδη εσωτερικά συνδεδεμένες η μία με την άλλη στο δια εαυτό Είναι του μέτρου…μόνο με αυτόν τον τρόπο οι ποιότητες προσδιορίζονται». Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι εννοεί ότι οι δύο ποιότητες(ως ειδικές θερμότητες) συνδέονται με το ότι και οι δύο έχουν στον αριθμητή την θερμότητα η οποία ορίζεται ως μεταφορά ενέργειας. Ιδού ο ορισμός: «Η θερμότητα μπορεί να οριστεί ως η μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα προς ένα άλλο εξ αιτίας διαφοράς της θερμοκρασίας τους. Η θερμότητα μεταφέρεται από το θερμότερο σώμα προς το ψυχρότερο».
Στην δεύτερη παράγραφο θα εξετάσει την ποσοτική τους σχέση καθώς το ««Το μέτρο είναι έτσι η εμμενής ποσοτική σχέση δύο ποιοτήτων μεταξύ τους».
2. Στην δεύτερο μέρος του υποκεφαλαίου ο Χέγκελ θα παρουσιάσει και κάποιους νέους όρους. Ο πρώτος είναι αυτός του μεταβλητού μεγέθους. Ας δούμε τι είναι το «μεταβλητό μέγεθος». Το μέτρο μας λέει είναι ανηρημένο κβάντο ,είναι κβάντο και κάτι άλλο, δηλ. κάτι ποιοτικό. Στο στάδιο του μέτρου που βρισκόμαστε το ποιοτικό στοιχείο είναι «η σχέση των δυνάμεων του κβάντου». Όπως μας λέει στο άμεσο μέτρο αυτή η μεταβλητότητα δεν έχει τεθεί ακόμα ,ενώ στο εξειδικεύον μέτρο «αυτό που τίθεται είναι η διαφορετικότητα δύο προσδιορισμένων μεγεθώων και έτσι εν γένει η πολλότητα των μέτρων σε ένα κοινό ,εξωτερικό κβάντο», εννοώντας την θερμοκρασία. Για πρώτη φορά αυτό το μέτρο είναι ένα daseiendes(υπάρχον με την έννοια του πραγματικού που συνιστά το δεύτερο μέρος του μέτρου) μέτρο «επειδή εμφανίζεται ως ένα Είναι που είναι ένα και το αυτό(π.χ. η σταθερή θερμοκρασία του μέσου) και την ίδια στιγμή ένα διαφοροποιημένο και πράγματι ποσοτικό Dasein(στις ποικίλες θερμοκρασίες των σωμάτων που βρίσκονται εντός του μέτρου)». Η φράση αυτή θυμίζει το καλό άπειρο το οποίο είναι η μετάβαση προς το δια εαυτό Είναι. Όμως δεν πρόκειται για τυχαία ομοιότητα πράγματι ο Χέγκελ μεταβαίνει στο δια εαυτό Είναι του μέτρου μέσα από αυτό το υποκεφάλαιο. «Αυτή η διαφοροποίηση του κβάντου σε διάφορες ποιότητα-διαφορετικά σώματα- αποδίδει μία περαιτέρω μορφή του μέτρου, μία στην οποία οι δύο πλευρές συνδέεονται μεταξύ τους ως ποιοτικά προσδιορισμένα κβάντα και αυτό μπορεί να ονομαστεί πραγματοποιημένο μέτρο(realisierte Maß)». Τί παρατηρούμε εδώ; Ότι εντός του μέτρου έχουμε άπειρες σχέσεις ποιοτικών κβάντων τα οποία συνιστούν Dasein ,δηλ. πραγματικές υπάρξεις και μέσα από αυτές πραγματοποιείται το μέτρο, δηλ. μέσα στους περατούς,επιμέρους προσδιορισμούς το μέτρο σχετίζεται με τον εαυτό του. Με αυτή την έννοια είναι λοιπόν και μεταβλητό καθώς ανάλογα με τις σχέσεις των ποιοτήτων στο εσωτερικό του αποκτά και διαφορετικούς ποσοτικούς προσδιορισμούς.
Όμως για τον Χέγκελ το αυθεντικό μεταβλητό μέτρο δηλ. η ποιοτική σχέση των πλευρών  υπάρχει μόνο όταν αυτή «προσδιορίζεται από ένα λόγο των δυνάμεων». Μάλιστα εκάστη ποιότητα δεν ισχύει ως τέτοια αλλά μόνο σε συμμόρφωση με το άλλο, δηλ. ποιοτικά.
 Στη συνέχεια ο Χέγκελ αλλάζει παράδειγμα και χρησιμοποιεί πλέον αυτό του χώρου και του χρόνου ως ποιοτικές που σχετίζονται εντός του μέτρου της κίνησης. Υποθέτω ότι αυτό υπαγορεύεται από ο λόγος των πλευρών εντός της θερμοκρασίας ως μέσου δεν μπορεί να υψωθεί στην δύναμη ,δηλ. στον αυθεντικό προσδιορισμό της ποιοτικής σχέσης των πλευρών. Αντίθετα όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω ο χώρος και ο χρόνος προσφέρονται για αυτό. Όμως εδώ ανακύπτει ένα ερώτημα: Ο Χέγκελ ως γνωστόν έχει μία σπάνια ενότητα σκέψης και συστηματικότητα. Γιατί δεν ξεκίνησε εξ’ αρχής με το χρόνο και το χώρο ώστε να παρουσιάσει όλα τα στάδια με βάση αυτά τα δύο ως παράδειγμα. Απαντήσαμε ήδη στο γιατί δεν συνεχίζει με την θερμοκρασία ως παράδειγμα. Κατά τη γνώμη μας ο Χέγκελ μεταβαίνει σε αυτό το στάδιο σε οντολογικά ανώτερα πιο προσδιορισμένα και σύνθετα μέτρα και γι’ αυτό εγκαταλείπει τα άλλα. Όμως εφόσον υπάρχει ταυτότητα σκέψης και πραγματικού πώς γίνεται από ένα σημείο και μετά να λέμε το συγκεκριμένο πραγματικό είναι αναντίστοιχο της σκέψης και παίρνουμε έτσι ως παράδειγμα ένα άλλο πραγματικό. Άρα το πραγματικό σε κάποιες περιπτώσεις δεν αντιστοιχεί στις κατηγορίες της λογικής. Αυτό που θα άρμοζε σε μία ταυτότητα Υ-Α θα ήταν ,να πάρει ο Χέγκελ εξ’ αρχής την θερμοκρασία και να την αναπτύξει, όπως κάνει ο μαρξ με τις κατηγορίες της πολιτικής οικονομίας. Αυτό θα ήταν μία εμμενής ανάπτυξη. Όμως αδυνατεί να το κάνει αυτό γιατί ακριβώς δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο. Έτσι αναγκάζεται να ψάχνει φαινόμενα του κόσμου τα οποία να αντιστοιχούν στις κατηγορίες του. Εδώ φαίνεται ότι οι κατηγορίες της λογικής μεταβάλλονται ανάλογα με το αντικείμενο που εξετάζουμε. Πάντως πιο σύνθετα αντικείμενα μας δίνουν και πιο πλούσιες κατηγορίες ,οι οποίες μπαίνουν στο εξής στο οπλοστάσιο αυτού που λέμε γενική λογική.
Η πρώτη τους σχέση είναι αυτή της ταχύτητας στην οποία «αυτές οι ποιότητες δεν είναι απροσδιόριστες στην διαφορά τους, επειδή αυτές είναι στιγμές του μέτρου και η ποιοτικοποίηση(Qualifikation) του τελευταίου οφείλει να στηρίζεται σε αυτές». Ο τύπος της ταχύτητας είναι V=d/t, όπου d είναι το διανυόμενο διάστημα(χώρος) σε χρόνο t. Η πρώτη σχέση είναι απλός ευθύς λόγος. Η δεύτερη σχέση εντός του μέτρου της κίνησης είναι αυτή της ελεύθερης πτώσης όπου s=g.t2/2 , ο χώρος είναι μία εξωτερική αριθμητική πρόοδος , «ένα εμπειρικό κβάντο που ποικίλει σε μία αλγεβρική πρόοδο», το άλλο δηλ. ο χρόνος(t)  είναι υψωμένος σε δύναμη. Η τρίτη σχέση που είναι και η ανώτερη είναι εκείνη των ουράνιων σωμάτων όπου και οι δύο πλευρές είναι υψωμένες σε δύναμη. Η κίνηση εδώ χαρακτηρίζεται ως «απόλυτα ελεύθερη». Εδώ πρόκειται για τον τρίτο νόμο του Κέπλερ. Ο τρίτος νόμος του Κέπλερ αφορά την «απόλυτα ελεύθερη κίνηση των ουράνιων σωμάτων» και έχει ως εξής «το τετράγωνο του χρόνου που απαιτείται για να συμπληρώσει ένας πλανήτης μία πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο (η περίοδος του πλανήτη) είναι ανάλογο του κύβου του μεγάλου ημιάξονα της ελλειπτικής του τροχιάς, και η σταθερά της αναλογίας είναι η ίδια για όλους τους πλανήτες»[7].
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τα παραπάνω είναι ότι η ανώτερη ποιοτικοποίηση (Qualifikation) του μέτρου είναι αυτή όπου και οι δύο πλευρές είναι υψωμένες σε δύναμη. «Θεμελιώδεις σχέσεις αυτού του είδους στηρίζονται στην φύση των σχετιζόμενων ποιοτήτων,του χώρου και του χρόνου, και στον τρόπο που συνδέονται μεταξύ τους, είτε η κίνησή τους είναι μηχανική(η οποία είναι ανελεύθερη ή μη προσδιορισμένη από την έννοια των στιγμών της) είτε ενός σώματος που πέφτει(που είναι υπό όρους ελεύθερη) είτε η απόλυτα ελεύθερη κίνης των ουρανών. Αυτού του είδους οι κινήσεις όπως και οι νόμοι τους βασίζονται στην ανάπτυξη της έννοιας των στιγμών τους, του χώρου και του χρόνου, επειδή αυτές οι ποιότητες αποδεικνύονται ως τέτοιες, καθ’ εαυτές ή στην έννοιά τους, ότι είναι αδιαίρετες , και η ποσοτική τους σχέση, δηλ. το είναι δια εαυτό του μέτρου, είναι μόνο ένας προσδιορισμός του μέτρου.»
Στο τέλος της παρατήρησης ο Χέγκελ λέει ορισμένα ενδιαφέροντα πράγματα τα οποία αξίζει να παραθέσουμε: «αναφορικά με τις απόλυτες σχέσης του μέτρου, θα έπρεπε να σημειώθεί ότι τα μαθηματικά της φύσης ,αν αξίζουν το όνομα της επιστήμης, θα έπρεπε να είναι ουσιωδώς η επιστήμη του μέτρου- μία επιστήμη η οποία πράγματι έχει συνεισφέρει πολλά στο εμπειρικό επίπεδο ,αλλά ακόμα λίγα στο επιστημονικό ,δηλ. στο φιλοσοφικό…θα ήταν μία απείρως μεγαλύτερη συνεισφορά εάν εξαφάνιζε(ο Νεύτωνας και λοιποί ΘΛ) τα εμπειρικά κβάντα με το να τα ανύψωνε σε μία καθολική μορφή ποσοτικών προσδιορισμών στην οποία αυτά θα γίνονταν οι στιγμές του νόμου ή του μέτρου».




[1] Η αγγλική μετάφραση μεταφράζει το Dasein ως ύπαρξη(Existence) και όταν ο Χέγκελ λίγο παρακάτω θα χρησιμοποιήσει την γερμανική λέξη Existenz, ο di Giovanni θα τη μεταφράσει ως συγκεκριμένη ύπαρξη(concrete existence). Κατά τη γνώμη και χωρίς να μπαίνω στην ουσία του κάθε όρου, η μετάφραση ως προσδιορισμένο είναι ,είναι αφενός πιο κοντά στο γερμανικό πρωτότυπο και αφετέρου πιο κατανοητή. Το Sein ως καθαρό ,απροσδιόριστο Είναι ,γίνεται da-sein , δηλαδή εδώ-Είναι· το εδώ-Είναι υποδηλώνει ακριβώς ένα συγκεκριμένο,προσδιορισμένο Είναι. Έτσι γίνεται εμφανής η διαφορά και η μετάβαση από την πιο αφηρημένη κατηγορία ,προς την πιο συγκεκριμένη. Ο όρος ύπαρξη είναι η μετάφραση του Dasein  στα λεξικά και προφανώς στην καθομιλουμένη γερμανική η λέξη αυτή νοείται ως «ύπαρξη». Αλλά εδώ νομίζω ότι είναι σαφές ότι ο Χέγκελ θέλει να παίξει με την ομοιότητα  Sein-dasein και επιπλέον δεν είναι κάτι σπάνιο το φιλοσοφικό λεξιλόγιο να διαφέρει στις αποχρώσεις από το καθημερινό λεξιλόγιο.  
[2] Η διατύπωση ότι κάτι είναι αλήθεια κάποιου άλλου είναι επίσης χαρακτηριστική εγελιανή διατύπωση και είναι κατά τη γνώμη μας ισοδύναμη με την φράση κάτι τίθεται στην έννοιά του.
[3] Η φράση αυτή δεν είναι τυχαία αλλά στο «Ειδικό κβάντο» θα επαναλάβει την ίδια σκέψη με άλλο περιεχόμενο: «ό,τι υπάρχει, έχει ένα μέτρο» και  «Κάθε προσδιορισμένο Είναι έχει ένα μέγεθος, και εκείνο το μέγεθος ανήκει στην φύση του ίδιου του Κάτινος»
[4] «Τα τετράγωνα των χρόνων των αστρικών περιφορών των πλανητών είναι ανάλογα των κύβων της μέσης απόστασης αυτών από τον Ήλιο»
[5] Το spezifierendes παρουσιάζει μεταφραστική δυσκολία διότι δεν μπορεί να μεταφραστεί ως προσδιορίζον γιατί στον Χέγκελ το προσδιορίζειν είναι πάντα το bestimmen. Η μόνη μετάφραση που μπορούσα να σκεφθώ είναι «εξειδικεύον» · γι’ αυτό και το spezifisches Maß το μετέφρασα πριν «ειδικό». Την παραθέτω πάντως με κάθε επιφύλαξη.
[6] «Näher betrachtet würde» εδώ η χρήση παθητικής φωνής δεν γλιτώνει τον Χέγκελ από την αμηχανία να απευθύνεται στον παρατηρητή λέγοντάς του «κοίτα καλύτερα». Εδώ δεν υπάρχει εμμενής ανάπτυξη και ο Χέγκελ επειδή ακριβώς έχει ένα παράδειγμα μπροστά του ξέρει πολύ καλά ότι εξ αρχής επρόκειτο για δύο ποιότητες. Αλλά από την άλλη ξέρει ότι για να το κατανοήσει την ύπαρξη δύο ποιοτήτων η σκέψη έπρεπε να περάσει από όλη την προηγούμενη διαδικασία. Όμως αυτή την λεπτή διάκριση που στην πράξη την κατανοεί δεν μπορεί να την συμβιβάσει με το απόλυτο σύστημά του και έτσι απευθύνεται στη διαιτησία του τρίτου παρατηρητή.
[7] Ο Χέγκελ δεν κάνει ρητή αναφορά στον Κέπλερ ούτε στον συγκεκριμένο νόμο αλλά η φράση «απόλυτα ελεύθερη κίνηση των ουράνιων σωμάτων ,όπου η περίοδος περιστροφής και η απόσταση καθορίζονται αμοιβαία, η μία ως μία δύναμη χαμηλότερη απην άλλη ,ως τετράγωνο και κύβος αντίστοιχα», δεν αφήνει περιθώρια για άλλο νόμο.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Το θέμα των τάξεων στον Πουλατζά


Πρόκειται για μία εργασία που είχα κάνει στα πλαίσια του Ομίλου πριν 4 χρόνια. Παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον σε σχέση με το θέμα της παραγωγικής εργασίας στον Μαρξ το οποίο είναι ακόμα και σήμερα ανοικτό. Την εργασία δεν την έχω επανεπεξεργαστεί από τότε. 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ζήτημα που θέτει ο Νίκος Πουλαντζάς είναι να προσδιορίσει την κατηγορία εκείνη των εργαζομένων η οποία θα αποδείξει ότι δεν ανήκει ούτε στην αστική αλλά ούτε και στην εργατική τάξη,την οποία και θα ονομάσει μικροαστική.Θα χωρίσει την μικροαστική τάξη σε παλιά(μικροβιοτεχνες,μικροεμποροι,αγροτες) και νέα.Έμεις θα ασχοληθούμε με τη νέα μικροαστική τάξη. Είναι όμως σκόπιμο πριν προχωρήσουμε σε μια ανάλυση των θέσεων του Πουλαντζά για τις κοινωνικές τάξεις να αναφέρουμε κάποιες βασικές μεθοδολογικές αρχές και κεκτημένα της αλτουσεριανης σχολής, τα όποια διαπερνούν το σύνολο του έργου του Πουλαντζά.

Ένας κοινωνικός σχηματισμός είναι ο τόπος ύπαρξης πολλών τρόπων παραγωγης.Οι 2 βασικές τάξεις κάθε κοινωνικού σχηματισμού,όπου και εμφανίζεται η κύρια αντίφαση,είναι οι τάξεις του κυρίαρχου σε αυτόν τρόπου παραγωγής, γύρω από τις οποίες πολώνονται οι υπόλοιπες τάξεις.Στην περίπτωσή του καπιταλισμού η αστική και η εργατική γύρω από τις οποίες πολώνεται η μικροαστική.

Κάθε τρόπος παραγωγής είναι μια σύνθετη ολότητα που αποτελείται από τρεις βαθμίδες την οικονομική,την πολιτική και την ιδεολογική. Κυριαρχία σε «τελική ανάλυση» έχει το οικονομικό στοιχείο.Κυριαρχία που την ονομαζει ο Πουλαντζάς ως προσδιορισμό.Όμως ο προσδιοριμός σε τελική ανάλυση της δομής του όλου από το οικονομικό στοιχείο δε σημαίνει ότι το οικονομικό στοιχείο κατέχει πάντοτε τον κυρίαρχο ρόλο.Αν η δομή με ένα κυριαρχικό στοιχείο,που είναι μια ενότητα συνεπάγεται ότι κάθε τρόπος παραγωγής διαθέτει μια κυρίαρχη βαθμίδα,το οικονομικό στοιχείο είναι πραγματικά καθοριστικό στο βαθμό που αποδίδει  σε μια από τις 3 βαθμίδες τον κυρίαρχο ρόλο..Με άλλα λογια ο προσδιορισμός ενός τρόπου παραγωγής συνίσταται στο πως σε τελική ανάλυση αντανακλάται ο προσδιορισμός του οικονομικού στοιχείου στο εσωτερικό του τρόπου παραγωγής.

Ο Αλτουσέρ λέει: «Η δομή με ένα κυριαρχικό στοιχείο είναι ένα σύνθετο όλο με την ενότητα μιας αρθρωτής δομής,όπου ένα από τα στοιχεία παίζει τον κυριαρχικό ρόλο και τα άλλα υπόκεινται σε αυτό,με μία δυναμική ενότητα όπου υπάρχει ανταλλαγή ρόλων και όπου το οικονομικό επίπεδο καθορίζει σε τελευταία ανάλυση το στοιχείο της κοινωνικής δομής,που θα παίξει τον κυριαρχικό ρόλο».

Προς επίρρωσιν των παραπάνω ο ΝΠ παραπέμπει στον Μαρξ:αναφέρουμε ένα μέρος από τα αποσπάσματα. «η γνώμη μου οτι ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής κυριαρχεί γενικά πάνω στην αναπαραγωγή της κοινωνικής,πολιτικής,πνευματικής ζωής,είναι ορθή για τον σύγχρονο κόσμο,που κυριαρχείται από τα υλικά συμφέροντα,αλλά όχι για το Μεσαίωνα όπου επικρατούσε ο καθολικισμός,ούτε για την Αθήνα και την Ρώμη όπου επικρατούσε η πολιτική…Αυτό που είναι καθαρό είναι πως ούτε ο πρώτος μπορούσε να ζήσει από τον καθολικισμό ούτε οι δεύτερες από την πολιτική.Οι τότε οικονομικοί όροι εξηγούν αντίθετα γιατί εκεί ο καθολικισμός και εδώ η πολιτική έπαιζαν τον κύριο ρόλο…» Στη φεουδαρχία πχ για να κατακρατήσουν το περίσσευμα οι φεουδάρχες έπρεπε να μεσολαβήσουν στοιχεία του επικοδομήματος,γιατί οι όροι της οικονομικής παραγωγής δεν αναγκάζουν το δουλοπάροικο να δουλέψει για όφελος του άρχοντα.Η διάκριση που υπάρχει  ανάμεσα στον σε «τελευταία ανάλυση» καθοριστικό και τον «κυριαρχικό ρόλο» στον Μαρξ δεν είναι σαφής διότι κατά τη σχολή του Αλτουσέρ,ο Μαρξ εξέταζε τον ΚΤΠ,στον οποίο αυτά τα δύο ταυτίζονταν.

Το οικονομικό στοιχείο αποτελείται από ορισμένα στοιχεία,τα οποια υπάρχουν στην πραγματικότητα μονάχα στο συνδυασμό τους.Ο Μαρξ λέει «όποιες και αν είναι πάντοτε οι κοινωνικές μορφές της παραγωγής,παραμένουν πάντοτε σαν παράγοντές της οι εργαζόμενοι και τα μέσα παραγωγής.Αλλά και οι μεν και τα δε είναι τέτοιοι παράγοντες μονάχα εν δυνάμει όσο παραμένουν χωριστά.Για μια οποιαδήποτε παραγωγή,χρειάζεται ο συνδυασμός τους.Ο ειδικός τρόπος που γίνεται αυτός ο συνδυασμός είναι που διακρίνει τις διάφορες οικονομικές εποχές από τις οποίες έχει περάσει η κοινωνική δομή.»Τα αναλλοίωτα στοιχεία του οικονομικού προσδιορισμού είναι:
1.ο εργαζόμενος
2.τα μέσα παραγωγής
3.ο μη εργαζόμενος, δηλαδή αυτός που ιδιοποιείται την υπερεργασία

Τα στοιχεία αυτά υπάρχουν μέσα σε έναν ειδικό συνδυασμό(μεταβλητό) που συγκροτεί το οικονομικό στοιχείο. Πρόκειται για συνδυασμό που ο ίδιος αποτελεί μια διπλή σχέση αυτών των στοιχείων.

Α) Μια σχέση ιδιοκτησίας(σχέση κυριότητας): κάνει τον μη εργαζόμενο να παρεμβαίνει στην παραγωγή σαν ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης και επομένως και του προιόντος,είναι το δικαίωμα χρήσης,κάρπωσης και διάθεσης.
Β) Μια πραγματική σχέση ιδιοποίησης(αλλιώς σχέση «κατοχής»):η δυνατοτητα να βάζεις σε λειτουργία τα μέσα παραγωγής και να ελέγχεις την παραγωγική διαδικασία.
    
Η πρώτη σχέση υπάρχει σε όλες τις ταξικές κοινωνίες.Δεν πρέπει να μπερδεύεται με την νομική κυριότητα που είναι υπερδομή.
    
Η δεύτερη σχέση προσδιορίζει την τάξη των εκμεταλλευομένων και διαφέρει στους διάφορους τρόπους παραγωγής.
    
Στον ΚΤΠ ο χαρακτηριστικός συνδυασμός συνίσταται στην «ομολογία»(ταύτιση)  των δύο σχέσεων.Στον ΚΤΠ οι εργάτες έχουν αποστερηθεί την κατοχή των μέσων εργασίας,που τα κατέχει ο κεφαλαιούχος.Ο εργάτης δεν κατέχει παρά μόνο την εργατική του δύναμη,που την πουλάει ως εμπόρευμα.Έτσι η εργασία δεν αποσπάται με τη βία όπως συνέβαινε στην φεουδαρχία (όπου οι αγρότες ήταν κάτοχοι των χωραφιών τους) αλλά η εργασία μετατρέπεται σε εμπόρευμα.Η απόσπαση υπερεργασίας δεν γίνεται πλέον άμεσα αλλά μέσω της ενσωματωμένης στο εμπόρευμα εργασίας,δηλ. με τη δημιουργία υπεραξίας. Η υπεραξία δεν νοείται ως μια απλή "αφαίρεση", ή "παρακράτηση" από το προϊόν του εργάτη, αλλά ως μια κοινωνική σχέση, ως αποτέλεσμα και προϋπόθεση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η οποία εμφανίζεται αναγκαστικά ως (περισσότερο) χρήμα(Χ-Ε-Χ΄), ως η μέσω της ενότητας της διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας προσαύξηση της αξίας του προκαταβαλλόμενου (χρηματικού) κεφαλαίου. Η έννοια της υπεραξίας είναι αδιαχώριστη από την έννοια της αξίας, καθώς στον ΚΤΠ η κίνηση της αξίας γίνεται για την υπεραξία (το χρήμα λειτουργεί ως αυτοσκοπός) και καθίσταται δυνατή δια της υπεραξίας. Το κεφάλαιο είναι "αυτοαξιοποιούμενη αξία", "γεννάει αξία επειδή είναι αξία"
    
Διαπιστώνουμε λοιπόν συνθέτοντας τα παραπάνω ότι η διαδικασία παραγωγής αποτελείται από την εργασιακή διαδικασία(τις παραγωγικές δυνάμεις και τεχνικό καταμερισμό της εργασίας) και τις σχέσεις παραγωγής.Σε αυτήν την διαδικασία κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι σχέσεις παραγωγής.Μάλιστα οι σχέσεις παραγωγής εισδύουν στις παραγωγικές δυνάμεις,αφού η εργατική δύναμη που θέτει σε κίνηση τις παραγωγικές δυνάμεις αποτελεί κι αυτή μέρος τους και εφόσον η καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία τείνει ασταμάτητα προς την μέγιστη δυνατή εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης,.Με τις σχέσεις παραγωγής οι ανταγωνιστικές τάξεις είναι ήδη παρούσες στην παραγωγική διαδικασία.Η ταξική πάλη είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην ίδια την παραγωγή.
  
Καμιά κοινωνία δεν είναι δυνατό να υπάρξει αν δεν αναπαράγει τους υλικούς και κοινωνικούς όρους της ύπαρξης της. Οι όροι ύπαρξης της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι οι προυποθέσεις εκμετάλλευσης, που επιβάλλουν οι κεφαλαιοκράτες στην εργατική τάξη. Η αστική τάξη πρέπει να αναπαράγει τους όρους αυτούς πάση θυσία.Αυτό γίνεται μόνο με την προυπόθεση ότι η αστική τάξη θα διεξάγει μια συνεχή ταξική πάλη ενάντια στους εργαζομένους.Την ταξική αυτή πάλη την διεξάγει συντηρώντας και αναπαράγοντας τους υλικούς,πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους της εκμετάλλευσης.Την διεξάγει μέσα στην παραγωγή και έξω από αυτήν.Μέσα στην παραγωγή κοινωνικός καταμερισμός εργασίας είναι η κατανομή ρόλων που εκπληρώνουν οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά καθήκοντα.Τεχνικός καταμερισμός είναι η τμηματική εργασία που φτάνει μέχρι τη διαίρεση της κοινωνικής παραγωγής.

Οι πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις κατά την αλτουσεριανή σχολή υπάρχουν υλοποιημένες σε μηχανισμούς.Υπάρχουν οι κρατικοί μηχανισμοί(κατασταλτικοί και ιδεολογικοί) και ο καθαυτό οικονομικος μηχανισμός το εργαστάσιο/η επιχείρηση.,το οποίο υλοποιεί και ενσαρκώνει τις οικονομικές σχέσεις κατά τη συναρμογή τους με τις πολιτικο-ιδεολογικές.


ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Αρχικά θα προσδιορίσουμε την εργατική τάξη μέσα στις οικονομικές σχέσεις ,αυτές δηλαδή που παίζουν το βασικό ρολό στον ταξικό προσδιορισμό.Στον ΚΤΠ το κριτήριο κυριότητας δεν είναι επαρκές για τον Πουλαντζα για να προσδιορίσει τους εκμεταλλευομένους.Το θεωρεί πολύ γενικό.Κριτήριο για να προσεγγίσουμε την εργατική τάξη είναι η παραγωγική εργασία, δηλ. ποιοι εργαζόμενοι με την εργασία τους αναπαράγουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.Ο Μάρξ λέει «κάθε παραγωγικός εργαζόμενος είναι μισθωτός,δεν έπεται όμως ότι κάθε μισθωτός είναι παραγωγικός εργαζόμενος».

Είναι σημαντικό να εξετάσουμε την παραγωγική εργασία γιατί είναι αυτή που στηρίζει την κυρίαρχη σχέση εκμετάλλευσης σε κάθε τρόπο παραγωγής.Άρα όσοι μισθωτοί δεν εκτελούν παραγωγική εργασία δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι εργατική τάξη.
    
Το ζήτημα που θέτει επί τάπητος ο Π είναι να προσδιορίσει το τι είναι παραγωγική εργασία στον Μαρξ,πραγμα δύσκολο γιατί ο Μαρξ σχεδίαζε να πραγματευτεί το θέμα αυτό στο 4ο βιβλίο του Κεφαλαίου και έτσι δεν το ανέλυσε ποτέ με συστηματικό τρόπο.
 Να θέσουμε ένα γενικό περίγραμμα πρώτα.

Ο Μαρξ αναφέρει λοιπόν στην Ιστορία των οικονομικών θεωριών στο «περίγραμμα της κριτικής της πολίτικης οικονομίας» ότι: «δεν βασιζόμαστε στα υλικά αποτελέσματα της εργασίας ούτε στη φύση του προϊόντος ,ούτε στην αποδοτικότητα της συγκεκριμένης εργασίας αλλά στις καθορισμένες κοινωνικές μορφές,τις  κοινωνικές συνθήκες της παράγωγης όπου πραγματοποιείται αυτή(η εργασία)»

Στη συνεχεία ο  Μαρξ αναφέρει «προκύπτει ότι η παραγωγική εργασία δεν συνεπάγεται διόλου ένα συγκεκριμένο περιεχομενο,μια ιδιαίτερη χρησιμότητα,μια καθορισμένη αξία χρήσης,στην οποία υλοποιείται. Έτσι εξηγείται το ότι μια εργασία του ίδιου περιεχομένου μπορεί να είναι παραγωγική ή μη παραγωγική» Άρα   το πρίσμα μέσα από το όποιο πρέπει να εξετάσουμε την παραγωγική εργασία είναι ότι αυτή πάντα εκτελείται κάτω από καθορισμένες κοινωνικές συνθήκες και ανάγεται άμεσα στις εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις ενός δοσμένου τρόπου παραγωγης.

Ας περάσουμε τώρα στον ΚΤΠ:
Ο Μαρξ στην Ιστορία των οικονομικών θεωριών γράφει: «Σκοπός του κεφαλαίου είναι ο πλουτισμός ,η παράγωγη υπεραξίας, η αύξηση της αξίας ,δηλαδή η διατήρηση της παλιάς αξίας και η δημιουργία της υπεραξίας. Το ιδιόμορφο αυτό προιόν,η καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία το πραγματοποιεί μόνον, ανταλλάσσοντας κεφάλαιο με εργασία που γι’αυτό τον λόγο λέγεται παραγωγική εργασία.»

Το ζήτημα που τώρα πρέπει να επιλύσουμε είναι αν στον ΚΤΠ παραγωγική είναι η εργασία η οποία δαπανάται μονό εκεί όπου παράγονται υλικές αξίες χρήσης ή γενικά η εργασία που δαπανάται σε κάθε τομέα(παραγωγη,κυκλοφορια,πρωην ελευθέρα επαγγέλματα) όπου έχουν διεισδύσει οι καπιταλιστικές σχέσεις παράγωγης.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά:

Στον τομέα της παραγωγής:
      Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο σε έναν πρώτο(γενικό) ορισμό που δίνει για την παραγωγική εργασία λέει: . «ότι παραγωγική εργασία είναι εκείνη που μέσω του μέσου εργασίας μεταβάλει το αντικείμενο εργασίας και το μετατρέπει σε μια νέα χρήσιμη άξια, «ένα υλικό της φύσης προσαρμοσμένο με την αλλαγή της μορφής του στις σύγχρονες ανάγκες».Μέσο εργασίας και αντικείμενο εργασίας είναι τα μέσα παραγωγης.Αυτη η εργασιακή διαδικασία θεωρείται «στην πιο απλή μορφή της κοινή  σε όλες τις ιστορικές της  μορφές, πράξη που διεξάγεται μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης .Όμως διευκρινίζει σε μια υποσημείωση ότι αυτός ο ορισμός δεν είναι αρκετός για να περιγράψει τον ΚΤΠ.(σελ169).
      
Φυσικά και αυτός ο ορισμός περιορίζει πολύ την παραγωγική εργασία καθώς την κλίνει στους τοίχους των εργοστασίων. Βέβαια ο Μαρξ σε ένα άλλο σημείο εντάσσει στην παραγωγική εργασία όχι μονό τους άμεσα χειρώνακτες εργάτες αλλά και όλους όσους συνιστούν τον περίφημο συλλογικό εργάτη: «Μια που με την ανάπτυξη της πραγματικής υπαγωγής της  εργασίας στο κεφάλαιο ή του ειδικά καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο πραγματικός λειτουργός του συνολικού προτσές εργασίας … γίνεται ολοένα και περισσότερο μια κοινωνικά συνδυασμένη ικανότητα εργασίας και μια που οι διάφορες ικανότητες εργασίας, που ανταγωνίζονται, και που αποτελούν τη συνολική παραγωγική μηχανή, παίρνουν μέρος με πολύ διαφορετικούς τρόπους στο άμεσο προτσές της διαμόρφωσης των εμπορευμάτων ή εδώ καλλίτερα των προϊόντων, ο ένας σαν manager, engineer [διευθυντής, μηχανικός], τεχνολόγος κ.λπ. ο άλλος σαν overlooker [επιβλέπων], ο τρίτος σαν άμεσος χειροτέχνης ή ακόμα απλά σαν ανειδίκευτος εργάτης, έτσι, ολοένα και περισσότερο αυξανόμενος αριθμός λειτουργιών της ικανότητας εργασίας κατατάσσεται κάτω από την άμεση έννοια της παραγωγικής εργασίας και οι φορείς της κάτω από την έννοια των παραγωγικών εργατών, εργατών που τους εκμεταλλεύεται απ’ ευθείας το κεφάλαιο και που υπόκεινται γενικά στο προτσές αξιοποίησης της παραγωγής. Αν εξετάσει κανείς το συλλογικό εργάτη από τον οποίο αποτελείται το εργαστήριο, τότε η συνδυασμένη του δραστηριότητα εκφράζεται άμεσα και υλικά σε ένα συνολικό προϊόν, που είναι συγχρόνως μία συνολική μάζα εμπορευμάτων, ενώ είναι τελείως αδιάφορο, αν η λειτουργία του μεμονωμένου εργάτη, που είναι μόνο ένα μέλος αυτού του συλλογικού εργάτη, βρίσκεται πιο μακριά ή πιο κοντά στην άμεση χειροτεχνική εργασία»

Συμπέρασμα :παραγωγικοί εργάτες είναι προς το παρόν οι  χειρώνακτες,τεχνικοί,μηχανικοί,επιβλέποντες.
Παρολαυτα αν ο Μαρξ έμενε μονό στα παραπάνω παραγωγικοί εργαζόμενοι θα ήταν μονό όσοι συμμετέχουν στην παράγωγη υλικών αγαθών.

Τομέας κυκλοφορίας
Στον τομέα τώρα της κυκλοφορίας εμφανίζονται στον ίδιο τον Μαρξ κάποιες αμφισημίες οι οποίες μόνο με μια συστηματική ερμηνεία μπορούν να επιλυθούν.
Κατά τη γνώμη μου 2 ζητήματα πρέπει να απαντηθούν:
1. Αν η κυκλοφορία παράγει νέα αξία και άρα υπεραξία ή απλά έχουμε μεταφορά υπεραξίας που έχει δημιουργηθεί στην παραγωγή.
2. Αν η μεταφορά υπεραξίας αποτελεί παραγωγική εργασία.Κατά τον Πουλαντζά η μεταφορά υπεραξίας δεν αποτελεί παραγωγική εργασία.
Μόλις πραγματευτούμε και τον τομέα των ελευθέρων επαγγελμάτων θα επανέλθουμε στο ζήτημα αυτό.

Να πουμε ότι για να έχουμε υπεραξία πρέπει να έχουμε ανταλλαγή εργασίας με μεταβλητό κεφάλαιο και όχι ανταλλαγή εργασίας με εισόδημα.

Αναφέρουμε κάποια αποσπάσματα προς επίρρωση της άποψης του γενικού ορισμού(που αναφέραμε παραπάνω) και στη συνεχεία κάποια αλλά που λένε το αντίθετο για να φανούν στο μέγεθος τους οι διαφορές.Ο Μάρξ σε αυτά τα αποσπάσματα περιορίζει στα στενά πλαίσια του γενικού ορισμού την παραγωγική εργασία,παρότι ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι αυτός είναι ανεπαρκής.

Αρχικά με βάση τον γενικό ορισμό οι μισθωτοί της κυκλοφορίας δεν είναι παραγωγικοί εργαζομενοι.Να και αλλά σημεία που ο Μάρξ λέει το ίδιο:
«το εμπορευματικό κεφάλαιο δεν είναι παρά το κεφάλαιο που λειτουργεί μέσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας, διαδικασία της κυκλοφορίας είναι μια φάση του συνόλου της διαδικασίας αναπαραγωγης.Αλλα καμία άξια και άρα καμία υπεραξία δεν παράγεται στη διάρκεια της κυκλοφοριακής διαδικασίας….Όπως ο έμπορος σαν απλός παράγοντας της κυκλοφορίας δεν παράγει, ούτε αξία ούτε υπεραξία έτσι και οι εργαζόμενοι στο εμπόριο,που τους χρησιμοποιεί στις ίδιες μ’ αυτόν λειτουργίες είναι αδύνατον να παράγουν με άμεσο τρόπο υπεραξία»  Εδώ ο Π  λέει ότι από την σκοπιά του ατομικού κεφαλαιούχου όντως οι μισθωτοί παρουσιάζονται σαν πηγή κέρδους αλλά από την σκοπιά του κοινωνικού κεφαλαίου και της αναπαραγωγής του δεν προκύπτει(το κέρδος) από μια δημιουργό άξιας διαδικασία  ,αλλά από μια μεταφορά της υπεράξιας που δημιουργήθηκε από το παραγωγικό κεφάλαιο:οι μισθωτοί λοιπόν αυτοί από την σκοπιά του κοινωνικού κεφαλαίου δεν είναι παραγωγικοί γιατί δεν δημιουργούν υπεραξία. Ασφαλώς οι μισθωτοί αυτοί εργαζόμενοι είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και ο μισθός τους αντιστοιχεί στην αναπαραγωγή της εργασιακής τους δύναμης. «Όμως δεν παράγουν οι ίδιοι υπεραξία απλώς συμβάλλουν στην μείωση των εξόδων  ρευστοποίησης της υπεράξιας εκτελώντας κατά ένα μέρος απλήρωτη εργασία».Έτσι τους υφαρπάζετε υπερεργασία ,όχι όμως και υπεραξία και η εργασία τους δεν είναι αυτή που αναπαράγει κατά το Μαρξ άμεσα την κυρίαρχη σχέση εκμετάλλευσης  γιατί δεν ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο παρά μονό για τον ατομικό κεφαλαιούχο ενώ από τη σκοπιά του συνολικού κύκλου του κοινωνικού κεφαλαίου και της αναπαραγωγής του ,αυτή η αμοιβή αποτελεί μέρος των αφάνων εξόδων της καπιταλιστικής παραγωγής. Παραγωγική εργασία είναι μόνο αυτή που αυξάνει την ανταλλακτική άξια του προϊόντος ως εμπορεύματος με βάση την καπιταλιστική άξια του χρήσης. «Η βιομηχανία μεταφορών, η φύλαξη και η διανομή των εμπορευμάτων σε καταναλώσιμη μορφή πρέπει να θεωρηθούν σαν παραγωγική εργασία ,προεκτεινόμενη μέσα στη διαδικασία της κυκλοφορίας»(Μαρξ)

    Και ενώ από τα παραπάνω φαίνεται ότι το θέμα έχει λήξει και οι μισθωτοί της κυκλοφορίας δεν είναι παραγωγικοί εργαζόμενοι ο Μαρξ δίνει στο Κεφάλαιο ένα 2ο (ειδικά για τον καπιταλισμό) ορισμό του τι είναι παραγωγική εργασία:. «Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν είναι μόνο παραγωγή εμπορευμάτων, είναι στην ουσία παραγωγή υπεραξίας. Ο εργάτης δεν παράγει για τον εαυτό του, αλλά για το κεφάλαιο. Γι’ αυτό δεν είναι πια αρκετό ότι γενικά παράγει. Πρέπει να παράγει υπεραξία. Παραγωγικός είναι μονάχα ο εργάτης εκείνος, που παράγει υπεραξία για τον κεφαλαιοκράτη ή που εξυπηρετεί την αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου».

Επίσης σε ένα άλλο σημείο λέει: «η παραγωγική εργασία είναι η εργασία εκείνη η οποία εξαρχής δεν έχει απολύτως καμιά δουλειά  με το συγκεκριμένο περιεχόμενο της εργασίας, με την ιδιαίτερη ωφελιμότητά της ή με την ειδική αξία χρήσης με την οποία παριστάνεται. Το ίδιο είδος εργασίας μπορεί να είναι παραγωγική ή μη παραγωγική εργασία. Μια τραγουδίστρια που πουλάει για δικό της λογαριασμό το τραγούδι της είναι ένας μη παραγωγικός εργάτης. Όμως η ίδια τραγουδίστρια που την έχει προσλάβει ένας επιχειρηματίας, ο οποίος τη βάζει και τραγουδάει για να βγάλει λεφτά, είναι ένας παραγωγικός εργάτης, επειδή παράγει κεφάλαιο» («Θεωρίες για την υπεραξία», Μέρος Πρώτο, σελ. 449).

« Από μια πλευρά ένας τέτοιος μισθωτός του εμπορίου είναι όπως κάθε μισθωτός εργάτης. Πρώτο, γιατί η εργασία του αγοράζεται από το μεταβλητό κεφάλαιο του εμπόρου, και όχι από το χρήμα, που το ξοδεύει σαν εισόδημά του για ατομική κατανάλωση, και που επομένως, αγοράζεται όχι για την προσωπική εξυπηρέτηση του εμπόρου, αλλά για την αξιοποίηση του κεφαλαίου που προκατέβαλε. Δεύτερο, γιατί η αξία της εργατικής του δύναμης, επομένως και ο μισθός της εργασίας του, καθορίζεται, όπως και για όλους τους άλλους μισθωτούς εργάτες, από τα έξοδα παραγωγής και αναπαραγωγής της ειδικής του εργατικής δύναμης, και όχι από το προϊόν της εργασίας του. Όπως η απλήρωτη εργασία του εργάτη δημιουργεί άμεσα υπεραξία για το παραγωγικό κεφάλαιο, η απλήρωτη εργασία των μισθωτών του εμπορίου προμηθεύει στο εμπορικό κεφάλαιο ένα μέρος αυτής της υπεραξίας» (Μαρξ 1978-β: 370-2). «Επομένως, η εμπορική εργασία, που αγοράζεται από το εμπορικό κεφάλαιο, είναι για το κεφάλαιο αυτό άμεσα παραγωγική εργασία»

Στα Grundrisse (όπως επίσης και στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου), ο Μαρξ θεωρεί όλες τις μορφές κεφαλαίου εξίσου παραγωγικές (ως παράγουσες υπεραξία): «Ωστόσο, στο μέτρο που η ίδια η κυκλοφορία δημιουργεί κόστος και απαιτεί υπερεργασία, εμφανίζεται η ίδια να περιλαμβάνεται στην παραγωγική διαδικασία. [...] Η κυκλοφορία  μπορεί να δημιουργήσει αξία μόνο στο βαθμό που απαιτεί νέα απασχόληση ξένης εργασίας -- πέρα απ’ αυτήν που αναλώθηκε άμεσα στην παραγωγική διαδικασία» (Μαρξ 1990: 397, 416) Εντούτοις, στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ ορίζει την κυκλοφορία του κεφαλαίου ως μη-παραγωγική: «Έτσι λοιπόν, το εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο (...) δεν δημιουργεί ούτε αξία, ούτε υπεραξία»

      Η θέση του ΝΠ είναι ότι όσοι δεν είναι παραγωγικοί εργαζόμενοι δεν είναι εργατική τάξη, ακόμα και αν είναι μισθωτοί .Απο τα αποσπασμάτα που αναφέραμε,πολλά από τα οποία τα αναφέρει ο ΝΠ στο βιβλίο του,αυτος συμπεραίνει(βλ.πως το τεκμηριώνει στο κοινωνικές τάξεις στον συγχρονο καπιταλισμό σελ267-274) ότι παραγωγική εργασία κάνουν μόνο όσοι ανήκουν στο συλλογικό εργαζόμενο. Άρα οι μισθωτοί της κυκλοφορίας δεν είναι παραγωγικοί εργαζόμενοι.

Στον τομέα των «ελεύθερων» επαγγελμάτων
Αυτός ο τομέας στην εποχή που έζησε ο Μαρξ δεν είχε ακόμα γνωρίσει την μισθωτή εργασία και γι’αυτό τον κατατάσσει εύλογα στους μη παραγωγικούς  καθώς δεν εμπίπτει ούτε στον γενικό ούτε στον καπιταλιστικό ορισμό για την παραγωγική εργασία. . «Κάθε φορά που αγοράζεται  εργασία όχι για να υποκατασταθεί σαν ζωντανός οργανισμός στην άξια του μεταβλητού κεφαλαίου και να ενσωματωθεί στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία αλλά για να καταναλωθεί σαν άξια χρησης,σαν υπηρεσία ,η εργασία αυτή δεν είναι παραγωγική εργασία και ο μισθωτός εργαζόμενος δεν είναι παραγωγικός εργαζόμενος και ο  κεφαλαιούχος δεν τον αντιμετωπίζει ως κεφαλαιούχος αλλά αυτό που ανταλλάσσει με την εργασία του είναι το εισόδημα του με τη μορφή χρήματος και όχι το κεφάλαιο του» Εδώ με βάση αυτόν τον ορισμό εντασσονται,οι δικηγόροι,οι γιατροί,οι καθηγητές μέχρι και οι υπηρέτες.

Αυτό όμως που στην εποχή του Μαρξ δεν μπορούσε να φάνει είναι ότι η διευρυνόμενη ανάπτυξη του ΚΤΠ σταδιακά ενέταξε και αυτά τα επαγγέλματα στις καπιταλιστικές σχέσεις παράγωγης. Σήμερα ο δικηγόρος έρχεται σε επαφή με 2 κατηγορίες καπιταλιστών. Πρώτος είναι αυτός που απλά ζητά τις υπηρεσίες του δικηγόρου είτε για ένα προσωπικό του θέμα είτε για ένα θέμα που αφόρα τους εργάτες,περίπτωση όπου ισχύουν φυσικά οι παρατηρήσεις του Μαρξ ότι οι υπηρεσίες ανταλλάσσονται με εισόδημα και όχι με μεταβλητό κεφάλαιο. Δεύτερος είναι ο καπιταλιστής-μόνιμος εργοδότης,ο ιδιοκτήτης δηλαδή μια δικηγορικής εταιρίας. Εδώ έχουμε ξεκάθαρα μια εκμεταλλευτική σχέση και το ζήτημα είναι να δούμε αν αυτός ο νέου τύπου δικηγόρος-μισθωτός μετατρέπεται σε παραγωγικό εργάτη.

Προφανώς εδώ δεν έχουν καμία θέση οι απόψεις του Μαρξ για τον συλλογικό εργάτη καθώς αυτές αφορούν την διαδικασία παράγωγης υλικών αξίων χρήσης.

Θα πρέπει εδώ να εμπιστευτούμε τον 2ο ορισμό του Μαρξ για την παραγωγική εργασία και γενικά τις θέσεις που λένε ότι στον ΚΤΠ  παραγωγικός εργαζόμενος είναι εκείνος που συμβάλλει στην αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου ανεξαρτήτως του περιεχομένου της εργασίας που κάνει(ανεξαρτήτως δηλ. της χρήσιμης άξιας που παράγει).Βεβαία όπως είπαμε πριν ο Μαρξ ποτέ δεν μίλησε για αυτά τα φαινόμενα μισθωτής εργασίας και επομένως θα πρέπει να κάνουμε αναλογική εφαρμογή και να δώσουμε διασταλτική ερμηνεία σε όσα είπε. :Παραθέτουμε ξανά ένα απόσπασμα που νομίζουμε ότι θα θεμελιώσει τους συλλογισμούς που θα ακολουθήσουν. «η παραγωγική εργασία είναι η εργασία εκείνη η οποία εξαρχής δεν έχει απολύτως καμιά δουλειά με το συγκεκριμένο περιεχόμενο της εργασίας, με την ιδιαίτερη ωφελιμότητά της ή με την ειδική αξία χρήσης με την οποία παριστάνεται. Το ίδιο είδος εργασίας μπορεί να είναι παραγωγική ή μη παραγωγική εργασία. Μια τραγουδίστρια που πουλάει για δικό της λογαριασμό το τραγούδι της είναι ένας μη παραγωγικός εργάτης. Όμως η ίδια τραγουδίστρια που την έχει προσλάβει ένας επιχειρηματίας, ο οποίος τη βάζει και τραγουδάει για να βγάλει λεφτά, είναι ένας παραγωγικός εργάτης, επειδή παράγει κεφάλαιο»

 «Ενας ηθοποιός, λ.χ. ακόμα και ένας παλιάτσος, είναι επομένως ένας παραγωγικός εργάτης, όταν δουλεύει στην υπηρεσία ενός καπιταλιστή (του επι­χειρηματία), στον οποίο επιστρέφει περισσότερη εργασία, από εκείνη που παίρνει απ' αυτόν με τη μορφή του μισθού, ενώ ένας μπαλωματής ράφτης, που πάει στο σπίτι του καταταλιστή, για να του μπαλώσει τα παντελόνια του τού δημιουργεί μόνο μια αξία χρήσης, είναι ένας μη παραγωγικός εργάτης. Η εργασία του πρώτου ανταλάσσεται με κεφάλαιο, ενώ η εργασία του δεύτερου με εισόδημα. Η πρώτη δημιουργεί μια υπεραξία, με τη δεύτερη καταναλώνεται ένα εισόδημα».

«Ενας συγγραφέας είναι παραγωγικός εργάτης, όχι γιατί παράγει ιδέες, αλλά γιατί πλουτίζει τον βιβλιοπώλη, που εκδίδει τα συγγράμματα του ή γιατί είναι ο μισθωτός εργάτης ενός καπιταλιστή.
Η αξία χρήσης του εμπορεύματος, στο οποίο ενσαρκώνεται η εργασία ενός παραγωγικού εργάτη, μπορεί να είναι του πιο τιποτένιου είδους. Αυτό το υλικό χαρακτηριστικό της εργασίας δεν συνδέεται καθόλου με αυτή την ιδιότητα του, που μάλλον εκφράζει μόνο μια καθορισμένη κοινωνική σχέση πα­ραγωγής».

«Η υλική ιδιότητα της εργασίας, επομένως και του προϊόντος της, αυτή καθεαυτή δεν έχει καμιά σχέση με τη διάκριση αυτή ανάμεσα στην παραγωγική κα μη παραγωγική εργασία. Λογουχάρη, οι μάγειροι και τα γκαρσόνια ενός εστιατορίου είναι παραγωγικοί εργάτες, εφόσον η εργασία τους μετατρέπεται σε κεφάλαιο για τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου. Τα ίδια πρόσωπα είναι μη παραγωγικοί εργάτες, όταν είναι υπηρέτες σ' ένα σπίτι, εφόσον δεν δημιουργώ κεφάλαιο από την υπηρεσία τους, αλλά ξοδεύω εισόδημα. Πράγματι, τα ίδια επίσης πρόσωπα είναι για μένα, τον καταναλωτή, μη παραγωγικοί εργάτες στο εστιατόριο».

    Συμπερασματικά λοιπόν στο βαθμό που μια δικηγορική επιχείρηση λειτουργεί καπιταλιστικά(διότι μπορεί να είναι συνεργατική όπως συνηθίζεται ακόμα τουλάχιστον σε αυτά τα επαγγέλματα) δηλ κάποιος επενδύει κεφάλαιο το όποιο θέλει να το αυξήσει, εκμεταλλευόμενος άλλους που το μονό που προσφέρουν είναι η εργασία τους ως εμπόρευμα,τότε έχουμε παραγωγική εργασία.

Ένα(το πρώτο από τα δύο ζητήματα που θέσαμε πριν)  ερώτημα που μπαίνει και πρέπει να απαντηθεί για να είναι ολοκληρωμένη η θέση είναι βεβαία αν οι δικηγόροι(και οι λοιποί μισθωτοί των ελευθερίων επαγγελμάτων) παράγουν αξία και άρα η υπεραξία δεν είναι μεταφερόμενη από τον τομέα παράγωγης προϊόντων. «Ωστόσο, στο μέτρο που η ίδια η κυκλοφορία δημιουργεί κόστος και απαιτεί υπερεργασία, εμφανίζεται η ίδια να περιλαμβάνεται στην παραγωγική διαδικασία. [...] Η κυκλοφορία  μπορεί να δημιουργήσει αξία μόνο στο βαθμό που απαιτεί νέα απασχόληση ξένης εργασίας -- πέρα απ’ αυτήν που αναλώθηκε άμεσα στην παραγωγική διαδικασία» (Μαρξ 1990: 397, 416).

Αναλογικά εφαρμόζοντας αυτή τη θέση του Μαρξ θα λέγαμε(όχι χωρίς να προσκρούαμε ενδεχομένως σε άλλες διατυπώσεις του Μαρξ) ότι ο δικηγόρος παράγει άξια και φυσικά παράγει και υπεραξια.Άρα δεν υπάρχει καμία μεταφορά υπεράξιας από τον τομέα της παράγωγης. Ό,τι παράγεται και ό,τι καρπούται είναι μέσα σε αυτόν τον τομέα. Άλλωστε το επιχείρημα της μεταφερόμενης υπεραξίας θα μπορούσε να σταθεί πιο πειστικά στον τομέα της κυκλοφορίας,με την έννοια ότι με την απλήρωτη εργασία τους οι εργαζόμενοι απλά μειώνουν τα έξοδα ρευστοποίησης της υπεράξιας που παρήχθη στην παραγωγή .Όμως τα ελεύθερα επαγγέλματα δεν έχουν καμία σύνδεση ούτε με τις αξίες χρήσης, ούτε με την διαδικασία που ακολουθείται στους τομείς της παραγωγής.Ο κοινωνικός τους ρόλος δεν έχει καμία σχέση με την ρευστοποίηση υπεραξίας που παρήχθη στην παραγωγή.

Σε αντιπαραβολή με όσα προαναφέραμε ο Πουλαντζάς λέει ότι οι μισθωτοί υπάλληλοι(εννοώντας τους δικηγορους,γιατρους κτλ) παρότι τους αποσπάται υπερεργασία δεν είναι παραγωγικοί εργαζόμενοι και η υπερεργασία τους επιτρέπει στο κεφάλαιο να κάνει οικονομίες από τα εισοδήματα του για να αυξήσει τη συσσωρευμένη υπεραξία σε σχέση με την υπεραξία που καταναλώνεται ή δαπανάται σε αφανή έξοδα . Στην πραγματικότητα οι υπάλληλοι αυτοί παρεμβαίνουν εδώ στην κατανομή της υπεράξιας μέσα στο κεφάλαιο προκαλώντας μεταφορές της υπεράξιας που προήλθε από την παραγωγική εργασία προς όφελος του κεφαλαίου που ιδιοποιείται την εργατική τους δύναμη.Η εκμετάλλευση τους συγγενεύει έτσι μ’εκείνη που υφίστανται οι μισθωτοί της σφαίρας κυκλοφορίας του κεφαλαίου.

Συμπεράσματα από τους 2 ορισμούς

Τώρα για να λύσουμε το πρόβλημα με την αντιφατικότητα των 2 ορισμών(σε διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που το λύνει ο ΝΠ) θα πρέπει να δούμε το σε ποια εργασία αναφέρονται.Ας δούμε όμως πρώτα σε ποια εργασία αναφέρεται ο Μαρξ όταν μιλά για την διαδικασία της ανταλλαγής στον ΚΤΠ. Ο Μαρξ ορίζει τη διαδικασία κοινωνικής ομογενοποίησης των ατομικών εργασιακών και παραγωγικών διαδικασιών με την εισαγωγή της έννοιας αφηρημένη εργασία: Η εργασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι διφυής: από τη μια μεριά είναι συγκεκριμένη εργασία (εργασία που παράγει μια συγκεκριμένη αξία χρήσης, όπως και σε κάθε άλλο τρόπο παραγωγής) και από την άλλη είναι ταυτόχρονα αφηρημένη εργασία (ή εργασία εν γένει), εργασία όμοια από κοινωνική άποψη. Από εδώ πηγάζει η γενική ισοδυναμία και ανταλλαξιμότητα των προϊόντων της εργασίας, δηλαδή το ότι αυτά καθίστανται (παράγονται ως) εμπορεύματα: «H εργασία που εμπεριέχεται στην ανταλλακτική αξία είναι η αφηρημένα γενική κοινωνική εργασία, η οποία προκύπτει από την ολόπλευρη απαλλοτρίωση των ατομικών εργασιών» Αυτό σημαίνει ότι «κάθε εμπόρευμα είναι το εμπόρευμα, το οποίο εμφανίζεται έτσι αναγκαστικά ως άμεση υλική συμπύκνωση του εν γένει χρόνου εργασίας, μέσω της απαλλοτρίωσης της ιδιαίτερης αξίας χρήσης του».Η δαπάνη αφηρημένης εργασίας (εν γένει εργασίας), ή ο εν γένει χρόνος εργασίας, ρυθμίζει επομένως και το μέγεθος της αξίας των εμπορευμάτων.

Η αφηρημένη εργασία είναι και ο τρόπος για να απαντήσουμε στους 2 ορισμους.Αν δηλαδή η εργασία του χειρωνακτα,του μηχανικου,του εμπορουπαλληλου,του δικηγόρου και του ερευνητή σε μια εταιρία έχουν κάτι το κοινό, είναι ότι όλες είναι αφηρημένη κοινωνική εργασία(αυτός ο χαρακτηρισμός όλων αυτών των διαφορετικών ειδών εργασίας ως αφηρημένη δεν παραγνωρίζει την διάκριση διανοητικής και χειρονακτικής εργασίας, απλά όσον αφόρα την κερδοφορία του καπιταλιστή και τα 2 ειδή εργασίας παίζουν τον ίδιο ρόλο, την επαυξάνουν) η οποία στον ΚΤΠ δεν έχει καμία σημασία το ποια άξια χρήσης παράγει. Από αυτήν την άποψη κάθε εργασία που ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο καθίσταται παραγωγική εργασία και η υπεραξία που αντλείται δεν είναι μεταφορά της υπεράξιας που παρήχθη στον τομέα της παράγωγης (και γλύτωμα εξόδων στον τομέα της ρευστοποίησης) αλλά απομύζηση της υπερεργασίας στον κάθε τομέα, η οποία δημιουργεί για κάθε τομέα υπεραξία.Συμπερασματικά όποια εργασία ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο έχει ως σκοπό να το αυξήσει και άρα συμβάλλει στην αναπαραγωγή του. Αυτή λοιπόν η εργασία είναι στο εξής για τον καπιταλιστικό τρόπο παράγωγης παραγωγική εργασία και όσοι την εκτελούν παραγωγικοί εργαζόμενοι.Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι οι παραγωγικοί εργαζόμενοι ανήκουν τελικά στην εργατική τάξη.

Οι ανώτεροι διευθυντές παρόλαυτα δεν κανουν παραγωγική εργασία γιατί η εργασία τους δεν είναι αυτή που υπεραξιώνει το κεφάλαιο,γιατί δεν ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο αλλά με εισόδημα.Ανταλλάσσεται με εισόδημα γιατί ασκεί εξουσίες από τις σχέσεις κατοχής και άρα δεν ανήκει καν στην πλευρά των εκμεταλλευομένων αλλά των αστών.

OΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Άπαξ τώρα και προσδιοριστούν οι παραγωγικοί εργαζόμενοι πρέπει να κάνουμε το ξεκαθάρισμα ανάμεσα σε αυτούς,διότι δεν είναι όλοι εργατική τάξη.Θα εξετάσουμε(παρουσιάζοντας την οπτική του ΝΠ) ποιοι από τους παραγωγικούς εργαζόμενους λόγω του ότι αναπαράγουν τις πολιτικές και ιδεολογικές κυρίαρχες σχέσεις μέσα στην παραγωγική διαδικασία δεν μπορούν να ενταχθούν αντικειμενικά στην εργατική τάξη.
1)Η εποπτική εργασία.
Ο ταξικός δομικός προσδιορισμός εκτείνεται και στις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις που εντοπίζουν τη θέση της εργατικής τάξης στο σύνολο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Παρότι λοιπόν το κύριο είναι οι οικονομικές σχέσεις και οι άλλες 2 σχέσεις επηρεάζουν την τάξη στην οποία ανήκει κάποιος.
Πρέπει να επαναλάβουμε και να εμπλουτίσουμε  κάποια στοιχεία που θα καθοδηγήσουν την πορεία της σκέψης μας:
  1. Η εργασιακή διαδικασία δεν υπάρχει καθεαυτή σαν αυτόνομο πεδίο παραγωγικών δυνάμεων αλλά πάντα υπό καθορισμένες κοινωνικές μορφές,συναρθρωμένη κυρίως με καθορισμένες σχέσεις παραγωγης:μαλιστα αυτό που δίνει στην συνάρθρωση τους μορφή παραγωγικής διαδικασίας είναι η κυριαρχία των σχέσεων παράγωγης πάνω στην εργασιακή διαδικασία.
  2. Μάλιστα ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας είναι εκείνος που εξουσιάζει τον τεχνικό καταμερισμό της μέσα στην παραγωγική διαδικασία
  3. Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασιακής διαδικασίας σχετίζεται άμεσα με τους πολιτικούς και ιδεολογικούς ορούς που υπάρχουν μέσα στην διαδικασία της παράγωγης

Οι παρατηρήσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ανάλυση ορισμένων εργασιών οι οποίες είναι παραγωγικές γιατί εμπλέκονται άμεσα στην υλική παραγωγική διαδικασία και στη δημιουργία της υπεράξιας.
Καταρχάς ο ίδιος ο Μαρξ δίνει έναν ορισμό για τη διπλή φύση της διευθυντικής και εποπτικής εργασίας:
 «Η διευθυντική και εποπτική εργασία εμφανίζεται κατανάγκη  κάθε φορά που η άμεση παραγωγική διαδικασία παίρνει την μορφή μιας κοινωνικά συνδυασμένης διαδικασίας και που δεν είναι η απομονωμένη εργασία των ανεξάρτητων παραγωγων.Εχει όμως διπλή φύση.
«Αφενός σ’όλες τις εργασίες όπου συνεργάζονται πολλά άτομα,η  γενική συνάφεια και ενότητα της διαδικασίας εκφράζεται κατανάγκη σε μια διευθυντική θέληση,  σε λειτουργίες που δεν αφορούν τις τμηματικές εργασίες,αλλα τη συνολική δραστηριότητα του εργαστηρίου,όπως γίνεται με έναν διευθυντή ορχήστρας.Πρόκειται για μια παραγωγική εργασία που πρέπει να εκτελείται σε κάθε συνδυασμένο σύστημα παράγωγης.
«Αφετέρου,…η εποπτική αυτή εργασία είναι αναγκαία σε όλους τους τρόπους παράγωγης που βασίζονται στην αντίθεση ανάμεσα στον εργάτη,σαν άμεσο παραγωγο,και στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγης.Οσο μεγαλύτερη είναι αυτή η αντιθεση,τοσο σημαντικότερος είναι και ο ρόλος που παίζει η εποπτική εργασια.Φτανει επομένως το κορύφωμα της στο δουλοκτητικό συστημα.Αλλα είναι εξίσου απαραίτητη και στο καπιταλιστικό σύστημα γιατί η παραγωγική διαδικασία σ’αυτό είναι συγχρόνως διαδικασία κατανάλωσης της εργατικής δύναμης από τον κεφαλαιούχο.»Από την τελευταία αυτή άποψη συμπεραίνει ο Π ότι η εποπτική εργασία αντιστοιχεί στα αφανή έξοδα της παράγωγης,αν και αυτό το συμπέρασμα έρχεται σε αντίθεση με το ότι ο ιδιος ο Μαρξ κατατάσσει τους επόπτες στον συλλογικό εργαζόμενο
Στον ΚΤΠ η οικονομική κυριότητα και η κατοχή των μέσων παράγωγης ανήκουν στον κεφαλαιοκράτη και οι άμεσα εργαζόμενοι είναι τελείως αποκομμένοι από τα μέσα παραγωγής.Αυτές ακριβώς οι σχέσεις παραγωγής είναι που γενούν την ανάγκη για εποπτεία και συντονισμό και δείχνουν ότι δεν υπάρχει καταμερισμός των εργασιών που να αντιστοιχούν σε καθαρά τεχνικές ανάγκες της παράγωγης.Η καπιταλιστική διευθυντική εργασία δεν είναι μια τεχνική εργασία αλλά είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας
«Κατά τον Μαρξ η καπιταλιστική διεύθυνση έχει διπλή οψη,επειδή το αντικείμενο που έχει να διευθύνει είναι από την μια μερια,συνεργασιακη παραγωγική διαδικασία και από την άλλη διαδικασία παράγωγης υπεραξίας μορφή αυτή διεύθυνσης γίνεται κατανάγκη  δεσποτική.» Αυτή η καπιταλιστική διεύθυνση και εποπτεία(ο δεσποτισμός του εργοστάσιου κατά τον Μαρξ) είναι η άμεση αναπαραγωγη,μεσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασια,των πολίτικων σχέσεων μεταξύ κεφαλαιοκρατικής και εργατικής ταξης.Βέβαια ξεκαθαρίζει ο Π ότι αυτές οι πολιτικές σχέσεις υπάρχουν και αναπαράγονται στην παραγωγική διαδικασία και δεν ταυτίζονται με εκείνες που δημιουργούνται  μέσα στο κράτος και τους μηχανισμούς του.
Το ζήτημα πλέον είναι με βάση τα παραπάνω να προσδιορίσουμε τον ταξικό προσδιορισμό των εποπτών και των λοιπών που ασκούν παρόμοιες αρμοδιότητες.Οι φορείς αυτοί λοιπόν δεν ανήκουν κατά τον Π στην εργατική τάξη διότι παρά τον άμεσα παραγωγικό τους ρόλο,υπερτερούν οι πολιτικές σχέσεις που πραγματοποιούν μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας .Κύρια επομένως λειτουργία τους είναι η «συλλογή» υπεραξίας. Ασκούν εξουσίες που απορρέουν από τη θέση του κεφαλαίου,το όποιο ιδιοποιείται την «διευθυντική λειτουργία» της εργασιακής διαδικασίας.Με τα λόγια του Μαρξ «Ο κεφαλαιούχος αρχίζει με το να απαλλάσσεται από τη χειρωνακτική εργασία.Ύστερα όταν το κεφάλαιο μεγαλώσει,και μαζί μ’αυτό η συλλογική δύναμη που εκμεταλλεύεται,παραιτείται από τη λειτουργία της άμεσης επόπτευσης των εργατών και τη μεταβιβάζει σε ένα ιδιαίτερο είδος μισθωτών».
Βεβαία ο Π προβαίνει στη διάκριση ανάμεσα στα εκτελεστικά όργανα και τους Μάνατζερς,διοτι αυτοί μπορούν να ασκούν εξουσίες που απορρέουν από τις σχέσεις κυριότητας και κατοχής.Αυτές οι 2 σχέσεις είναι κατά την αλτουσεριανή θεωρία των κοινωνικών τάξεων εκείνες που προσδιορίζουν την αστική τάξη.Οι μάνατζερ ανήκουν στην αστική τάξη ακόμα και αν δεν τους ανήκουν μέσα παραγωγης.Αντίθετα οι φορείς για τους οποίους κάνουμε εμείς λόγο είναι απλοί εκτελεστές,εκμεταλλευόμενοι από το κεφάλαιο και πουλάνε την εργατική τους δύναμη αμειβόμενοι με μεταβλητό κεφάλαιο.Οι μάνατζερ αμείβονται συνήθως από τα κέρδη της επιχείρησης.

2)Χειρωνακτική και διανοητική εργασία
Μέχρι τώρα μιλήσαμε για τις πολιτικές σχέσεις στον καταμερισμό της εργασίας και τη δημιουργία σχέσεων κυριαρχίας στο εργοστάσιο,το λεγόμενο δεσποτισμό του εργοστασίου.Τώρα θα μιλήσουμε για τις ιδεολογικές σχέσεις(στη συνάρθρωση τους με τις πολιτικές) που δημιουργούν περαιτέρω διαχωρισμούς ανάμεσα στους παραγωγικούς εργαζόμενους.
Για το μαρξισμό ο διαχωρισμός χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας(στο εξής χ-δ) δεν συμπίπτει με το διαχωρισμό παραγωγικής και μη εργασίας παρότι υπάρχουν βεβαίως επικαλύψεις.Αυτό τεκμηριώνεται από τους συλλογισμούς του Μαρξ για το συλλογικό παραγωγικό εργάτη(το σχετικό απόσπασμα έχει ήδη αναφερθεί όταν εξετάζαμε την παραγωγική εργασία) κατά την ίδια την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παράγωγης.
Ο Π προσπαθεί να διορθώσει μιαν αντίληψη η οποία βασίζεται στην έννοια του συλλογικού  εργαζομένου και μιλά για ξεπέρασμα του χάσματος δ-χ εργασίας με το να μετατρέπονται οι επιστήμονες σε εργάτες.Ο Π για να τεκμηριώσει την αντίθεση του αναφέρει ότι από το έργο του Μαρξ προκύπτουν 2 συμπεράσματα:1.η κοινωνικοποίηση των εργασιακών διαδικασιών στον καπιταλισμό είναι εκείνη που κάνει να εμφανίζεται ο συλλογικός παραγωγικός εργαζόμενος.  2. παρολαυτά η ιδία η κοινωνικοποίηση βαθαίνει ταυτόχρονα τον διαχωρισμό μεταξύ δ-χ εργασίας,διότι πρόκειται όχι για ουδέτερη αλλά για την καπιταλιστική κοινωνικοποίηση της εργασίας.Αυτή είναι και η κύρια άποψη που θα τεκμηριώσει στη συνεχεία και θα την αναπτύξει.
Παραθέτει ένα απόσπασμα από τον Μαρξ το όποιο λέει «όσο η εργασιακή διαδικασία είναι καθαρά ατομική,ο ίδιος ο εργάτης συνενώνει όλες τις λειτουργίες που,κατοπι,χωριζονται…Αργότερα αυτές χωρίζονται μέχρι να φτάσουν να γίνουν ανταγωνιστικές μεταξύ τους.Το προϊόν μετατρέπεται γενικά από άμεσο προϊόν των ατομικών παραγώγων σε κοινωνικό και κοινό προϊόν του συλλογικού εργαζομένου...» Σχολιάζοντας το κείμενο αυτό θα παρατηρούσαμε ότι ο Μαρξ ενσωματώνει τόσο την άποψη ότι η διανοητική εργασία αποτελεί μέρος του συλλογικού εργαζομένου όσο και το ότι αντί με την κοινωνικοποίηση να μειώνεται το χάσμα δ-χ,αυτό   σε πείσμα όλο και βαθαίνει και μάλιστα για τους ίδιους λόγους.
Αναφέρουμε την άποψη που θα επιχειρήσει να αποδείξει ο Νίκος Πουλαντζάς:
«Ο διαχωρισμός δ-χ εργασίας δεν είναι απόρροια του τεχνικού καταμερισμού της εργασίας αλλά αποτελεί μέσα σε κάθε ταξικό τρόπο παραγωγης,τη συμπυκνωμένη έκφραση της συνάφειας των πολίτικων και ιδεολογικών σχέσεων στη συνάρθρωση τους με τις σχέσεις παράγωγης.»
Ας δούμε πως την τεκμηριώνει: Καταρχάς η παραγωγική εργασία όπως είδαμε δεν ταυτίζεται με την χειρωνακτική και παρότι ο Μαρξ δίνει σε πολλά σημεία ορισμούς για την πρώτη, για την δεύτερη από την άποψη της παραγωγικής διαδικασίας και της εργασιακής διαδικασίας δεν δίνει έναν γενικό ορισμό . Αυτό οφείλεται στο ότι ο διαχωρισμός δ-χ εργασίας είναι απλώς το σχήμα που παίρνουν οι πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες μέσα στην ίδια την διαδικασία. Άρα το περιεχόμενο του διαχωρισμού τους εξαρτάται από τον δοσμένο τρόπο παράγωγης.
Στον ΚΤΠ η εξέλιξη του δίπολου δ-χ εργασία πάει μαζί με την μετάβαση από την μανιφακτούρα στην μεγάλη βιομηχανία όπου η επιστήμη μετατρέπεται σε παραγωγική δύναμη ανεξάρτητη από την εργασία και την επιστρατεύει στην υπηρεσία του κεφαλαίου.Είναι ίδιον του ΚΤΠ να χωρίζει τις διάφορες εργασίες,επομένως και τις χειρωνακτικές από τις διανοητικές.
Η  διανοητική εργασία δεν ταυτίζεται με την επιστήμη.Παρόλαυτά η επιστήμη είναι κομμάτι της διανοητικής εργασίας.Θα ασχοληθούμε με τους επιστήμονες,που συμμετέχουν στην παραγωγική εργασία, τους μηχανικούς και τους τεχνικούς.
2α)Μηχανικοί,Τεχνικοί
Ιδεολογικές σχέσεις
Η επιστήμη ποτέ δεν είναι ουδέτερη αλλά πάντα υποταγμένη στην κυρίαρχη ιδεολογία.Η βασική ερευνά εξαρτάται από  πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες.Οι μηχανικοί και τεχνικοί που μας ενδιαφέρουν εφαρμόζουν τις τεχνολογικές εφαρμογές των επιστημονικών γνώσεων στη διαδικασία της υλικής παραγωγης.Οι τεχνολογικές αυτές εφαρμογές υπηρετούν την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας,μιας και οι παραγωγικές δυνάμεις δεν υπάρχουν παρά μόνο υπό την κυριαρχία των σχέσεων παράγωγης.Ο Μπαλιμπάρ λέει: «Η ανάπτυξη της τεχνολογίας στον καπιταλισμό δεν είναι εξωτερική προς την ιστορία της κοινωνικής σχέσης παραγωγής. Η ειδικά καπιταλιστική μορφή εκμετάλλευσης της εργασίας είναι αυτό που ο Μαρξ ονομάζει παραγωγή «σχετικής υπεραξίας». Η προσαρμογή της εργασιακής δύναμης στις τεχνικές εκείνες που βασίζονται στην εφαρμογή των φυσικών επιστημών παράγει κεφαλαιοποιήσιμη υπερεργασία μόνον εφ' όσον τείνει ταυτόχρονα στην άνοδο της κοινωνικής παραγωγικότητας της εργασίας και την ατομική της εντατικοποίηση. Το γεγονός ακριβώς αυτό απονέμει, παρά τις περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένες εργατικές αντιστάσεις, μια ιδιαίτερη «ποιότητα» στην εργασιακή δύναμη και προσανατολίζει σε συνάρτηση προς την εκμετάλλευση την ίδια τη σχεδίαση των μηχανών και των τεχνολογικών συστημάτων (αφού κάθε τεχνολογικό σύστημα είναι ένα «σύστημα ανθρώπων μηχανών» εξαρτώμενο όχι μόνο από κάποια επιστημονική θεωρία αλλά ,και από τις κοινωνικές συνθήκες της ύπαρξης τους).».Άλλωστε οι ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οφείλεται στον ανταγωνισμό των ίδιων των καπιταλιστών,υποτάσσεται δηλ. στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Το ζήτημα λοιπόν της κριτικής του Πουλαντζά είναι ότι δεν υπάρχει κάποιος εγγενής λόγος της παράγωγης ώστε οι εφαρμογές αυτές να παίρνουν την μορφή διαχωρισμού δ-χ εργασίας,μιας και η επιστήμη σε τελευταία ανάλυση είναι το αποτέλεσμα της συσσωρευμένης πείρας των ίδιων των αμέσων εργαζομένων. Προυποθέτει βέβαια η επιστήμη και μια ιδιαίτερη εργασία επιστημονικής συστηματοποίησης και επιστημονικού πειραματισμού που φυσικά δεν είναι άμεσα εμπειρική .Όμως το ουσιώδες είναι ότι μόνο με την καπιταλιστική της μορφή η ιδιαίτερη αυτή εργασία υπάρχει στο πλαίσιο του διαχωρισμού δ-χ εργασίας. Κρίσιμη έννοια που εισάγει εδώ ο Π. είναι το μονοπώλιο της γνώσης,μορφή καπιταλιστικής ιδιοποίησης των επιστημονικών γνώσεων και αναπαραγωγής των σχέσεων ιδεολογικής κυριαρχίας με τον αποκλεισμό από τη γνώση της μιας πλευράς,δηλ των εργατών.
Ένα πρώτο λοιπόν συμπέρασμα είναι ότι κάθε εργασία που παίρνει τη μορφή μιας γνώσης και από την οποία οι άμεσα εργαζόμενοι έχουν αποκλειστεί πέφτει προς τη μεριά της διανοητικής εργασίας στην ίδια την καπιταλιστική παράγωγη.

Πολιτικές σχέσεις

Όσον αφόρα τις πολιτικές σχέσεις θα λέγαμε ότι οι μηχανικοί και οι τεχνικοί με τις τεχνολογικές εφαρμογές τους εμπλέκονται στις πολιτικές σχέσεις της διεύθυνσης και της εποπτείας της εργασιακής διαδικασίας. Αυτό γίνεται συνήθως μόνο με έμμεσο τρόπο,με το να είναι οι εργαζόμενοι υποταγμένοι στους ρυθμούς και στον τρόπο εργασίας που τους επιβάλλουν  οι τεχνολογικές εφαρμογές των μηχανικών.Μαρξ«ο χωρισμός των πνευματικών δυνάμεων του προτσές παραγωγής από τη χειρωνακτική εργασία» που μετατρέπει τις πρώτες «σε δυνάμεις κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία».Με άμεσο τρόπο γίνεται μέσω της διευθυντικής και εποπτικής εργασίας που την αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι μηχανικοί.Η διανοητική εργασία αποκομμένη από την χειρωνακτική αποτελεί την άσκηση των πολίτικων σχέσεων μέσα στο δεσποτισμό του εργοστασίου,σχέσεων που νομιμοποιούνται από το μονοπώλιο και το μυστικό της γνώσης,δηλ την αναπαραγωγή των ιδεολογικών σχέσεων κυριαρχίας και υποταγμένοι στις πολιτικές σχέσεις νομιμοποιούνται και περιβάλλονται από την επικρατούσα ιδεολογία.
    Μάλιστα στο βαθμό που οι ιδεολογικές σχέσεις ,οι οποίες έγκεινται στο μυστικό της γνώσης, νομιμοποιούν τις πολιτικές οι οποίες αναπαράγουν τις σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής και είναι αναγκαίες για κάθε συνεργασιακή διαδικασία, τότε και η εποπτική και διευθυντική εργασία εντάσσονται στην διανοητική εργασία.

Ταξικός δομικός προσδιορισμός

Όπως γνωρίζουμε ένας τρόπος παραγωγής αποτελείται από 3 βαθμίδες.Η βαθμιδα του οικονομικού προσδιορίζει τι είναι θα είναι σε κάθε περίπτωση το κύριο.Στους μηχανικούς και τεχνικούς το κύριο είναι η αναπαραγωγή μέσω του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας των ιδεολογικοπολιτικών θέσεων.Δεν ανήκουν επομένως οι τεχνικοί και μηχανικοί στην εργατική τάξη γιατί στη θέση που κατέχουν μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας αντανακλούν τις ιδεολογικές και πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής της εργατικής τάξης στο κεφαλαιο και αυτή η πλευρά του ταξικού προσδιορισμού είναι η κυρίαρχη.

Ταξικό φράγμα ανάμεσα στους τεχνικούς,μηχανικούς και στους εργάτες

Καταρχάς υπάρχει ταξικό φράγμα ανάμεσα στους μηχανικούς και τεχνικούς και την εργατική τάξη.Αυτό προκύπτει από το διαχωρισμό διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας και στο ότι παρόλες τις διαφορές μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων σε ειδικευμένους και ανειδίκευτους δεν ασκούν ο ένας στον άλλον διεύθυνση και εποπτεία κάτι που φυσικά αποτελεί το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς και τους τεχνικούς και μηχανικούς.
Επίσης μια ακόμα ένδειξη για να γίνει αντιληπτό το ταξικό φράγμα είναι και οι μισθοί.Η μεγάλη διάφορα ανάμεσα στον εργάτη και τον τεχνικό δεν αντιστοιχεί τόσο σε πραγματικές διαφοροποιήσεις του κόστους αναπαραγωγής και συντήρησης της εργατικής δύναμης αλλά σε πολιτικές συνιστώσες.Ακόμα λοιπόν και οι μισθολογικές διαφορές αντιστοιχούν κατά ένα μέρος μόνο σε πραγματικές διαφορές ενώ τα υπόλοιπα αντιστοιχούν στα αφανή έξοδα του κεφαλαίου για την αναπαραγωγή των ιδεολογικών συνθηκών απόσπασης της υπεράξιας και για τα διευθυντικά και εποπτικά καθήκοντα της εργασιακής διαδικασίας και συμπίπτει έτσι με το ταξικό φράγμα.

Αντιθέσεις μέσα στους κόλπους της τάξεις των τεχνικών, μηχανικών

Αυτές προκύπτουν κυρίως στη σχέση τους με το κεφάλαιο.Καταρχάς είναι και αυτοί εκμεταλλευόμενοι,αφού ένα μέρος της εργασίας τους μεταλλάσσεται σε κεφάλαιο.Για να αντιληφθούμε τις εσωτερικές αντιθέσεις των τεχνικών και μηχανικών πρέπει να δούμε την κατάσταση των φορέων στη συνάρθρωση των πολίτικων και ιδεολογικών σχέσεων στο εσωτερικό της διανοητικής εργασίας.Μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι όσον αφόρα τη διανοητική εργασία στο σύνολό της,η αναπαραγωγή αυτή είναι πολύ πιο εντατική απ΄ο,τι στο πεδίο της χειρωνακτικής εργασίας γιατί οι «φαντασματικοί δίαυλοι του μυστικού της γνώσης βρίσκουν εδώ κατά κάποιον τρόπο, τον εκλεκτό τους τόπο.Η ίδια η διανοητική εργασία έχει την τάση να παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του τεμαχισμού που παραουσιάζει η χειρωνακτική εργασία,μέχρι το σημείο να παίρνει συχνά την όψη μιας «αλυσιδωτής διανοητικής εργασίας».Οι κατώτεροι τεχνικοί υποτάσσονται και αυτοί στο μυστικό της γνώσης που το κρατούν οι διευθυντικές βαθμίδες.Αυτό προκύπτει κυρίως απο την διαφοροποίηση των βαθμίδων επαγγελματικής καταρτισης,πχ. στην Ελλάδα με τα Πολυτεχνεία και τα αντίστοιχα ΤΕΙ.Για τον Αλτουσέρ το σχολείο είναι ο κύριος ΙΜΚ.