Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Επιστημολογία



Πρόκειται για μία εργασία στα πλαίσια μαθήματος στο μεταπτυχιακό που κάνω. Οι ερωτήσεις είναι του Αριστείδη Μπαλτά. Οι απαντήσεις έπρεπε να έχουν συγκεκριμένο μέγεθος ,εξ' ου και είναι σύντομες και λίγο σχολικές. Αλλά νομίζω ότι παρέχουν κάποιες πληροφορίες και με αυτό το σκεπτικό τις αναρτώ...


1η ερώτηση
Ανάμεσα στα άλλα , ασκήθηκε κριτική στο Λογικό Εμπειρισμό μέσω της κριτικής στην επαγωγή , μέσω της λεγόμενης "θέσης Duhem –Quine ", και μέσω της θέσης ότι η παρατήρηση είναι "εμποτισμένη" με θεωρία. Πώς η προσέγγιση του Κουν ενσωματώνει όλες αυτές τις κριτικές στο δικό της πλαίσιο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Οι δύο βασικοί στόχοι του λογικού θετικισμού είναι οι εξής:
1) Η λογική ανάλυση της έγκυρης γνώσης: επειδή, όμως στους κόλπους της θετικιστικής παράδοσης η έγκυρη γνώση ταυτίζεται με την επιστήμη ,ο πρώτος στόχος γίνεται: η ανάλυση της λογικής της επιστήμης.
2) η εμπειρική θεμελίωση της επιστήμης, αίτημα που οδηγεί στην οριοθέτηση ανάμεσα σε επιστήμη και μεταφυσική.[1]

Τα ερωτήματα της μεταφυσικής δεν μπορούν να επαληθευτούν και άρα όπως το διατύπωσε ο Wittgenstein είναι «α-νόητα», δηλ. δεν έχουν νόημα και άρα αυτές οι προτάσεις δεν μπορούν να πάρουν καν τιμή αλήθειας ή ψεύδους. Κατά τον λογικό εμπειρισμό η αυθεντικά επιστημονική φιλοσοφία είναι εφικτή μόνον ως λογική ανάλυση της γλώσσας της επιστήμης, που επιδιώκει την «κάθαρση» της επιστήμης από κάθε «μεταφυσική» (από το σύνολο του παραδοσιακού φιλοσοφικού προβληματισμού) και τη μελέτη της (τυπικό-) λογικής δομής της επιστημονικής γνώσης. «Οι επιστημονικές προτάσεις μπορούν να επιβεβαιωθούν ή να απορριφθούν από τα εμπειρικά δεδομένα, ικανοποιούν το κριτήριο της επαλήθευσης και έχουν μια τιμή αλήθειας»[2]. Απόρροια του παραπάνω είναι και η διάκριση σε  πλαίσιο ανακάλυψης (κοινωνικοί  και ψυχολογικοί παράγοντες που οδηγούν τον επιστήμονα να διατυπώσει μια υπόθεση) και πλαίσιο δικαιολόγησης (λογική δομή της επιστημονικής σκέψης, ανεξάρτητα από που προήλθε αυτή). Η προσοχή των λογικών εμπειριστών εστιάζεται στο δεύτερο καθώς το πρώτο δεν ανήκει γι’ αυτούς εντός της φιλοσοφίας.

Το βασικό δίπολο του λογικού εμπειρισμού είναι αυτό της εμπειρίας με τη θεωρία, που αποτελούν δύο παράλληλα επίπεδα. Προηγείται η ανάβαση μέσω επαγωγής από τα αισθητηριακά δεδομένα(εμπειρία) προς μια επιστημονική υπόθεση(θεωρία). Ο Chalmers παραθέτει τους τρεις απαράβατους όρους της «επιτυχημένης» επαγωγής α)μεγάλος αριθμός παρατηρησιακών αποφάνσεων, β)επανάληψη παρατήρησης υπό διαφορετικές συνθήκες, γ)καμία παρατήρηση σε αντίθεση με τον καθολικό νόμο[3]. Από την υπόθεση με τη διαδικασία της λογικής παραγωγής εκπονείται ένα σύνολο θεωρημάτων που απαρτίζουν τη συναφή επιστημονική θεωρία, η οποία διατυπώνεται σε μια γλώσσα L που περιέχει τριών ειδών όρους: Λογικομαθηματικούς που αναφέρονται στους κανόνες σύνταξης της γλώσσας, παρατηρησιακούς(βάρος,χρώμα κτλ.), που αναφέρονται στο επίπεδο των εμπειριών και θεωρητικούς(μάζα, ηλεκτρόνιο κτλ.). Λόγω του αναπόφευκτου επαγωγικού κενού η εκάστοτε θεωρία θα πρέπει να επαληθεύεται διαρκώς μέσω του πειράματος. Στο βαθμό που ένα πείραμα αποκλίνει από την θεωρία, τότε με βάση το νέο εμπειρικό υλικό διατυπώνεται μία νέα υπόθεση και μια νέα θεωρία, η οποία περιλαμβάνει την παλιότερη ως ειδική περίπτωση και έτσι η σημειώνεται η επιστημονική πρόοδος, ως μια «συνεχής και συσσωρευτική διαδικασία»[4]. Άρα ο λογικός εμπειρισμός εκκινεί από την εμπειρία(επαγωγή) και επιστρέφει σε αυτήν(επαλήθευση-πείραμα).

Η πρώτη κριτική που θα εξετάσουμε αφορά την παρατήρηση. Η καθαρή παρατήρηση προϋποθέτει ένα γνωστικό υποκείμενο αποκαθαρμένο από τους κοινωνικούς του δεσμούς καθώς και από την κληροδοτημένη σε αυτό γνώση. Όμως ένα τέτοιο υποκείμενο δεν γίνεται να υπάρξει. Επιπλέον «…κάθε παρατηρησιακή απόφανση προαπαιτεί κάποιας μορφής θεωρία και ότι οι παρατηρησιακές αποφάνσεις είναι τόσο επισφαλείς όσο και οι θεωρίες τις οποίες προϋποθέτουν. Οι παρατηρησιακές αποφάνσεις δεν μπορούν παρά να διατυπώνονται στη γλώσσα κάποιας θεωρίας, όσο ασαφής και αν είναι αυτή»[5]. Μάλιστα ο Chalmers πηγαίνει ακόμα παραπέρα και ισχυρίζεται ότι  «ακριβείς, σαφώς διατυπωμένες θεωρίες αποτελούν προαπαιτούμενο για ακριβείς παρατηρησιακές αποφάνσεις. Με αυτήν την έννοια, οι θεωρίες προηγούνται των παρατηρήσεων»[6]. Αυτός που εισηγήθηκε την θέση ότι η παρατήρηση είναι εμποτισμένη με θεωρία ήταν ο N. R. Hanson με το έργο του «Patterns of discovery», ο οποίος αξιοποιώντας πειράματα τύπου Gestalt έδειξε με εμφατικό τρόπο και ποικίλα παραδείγματα, ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε  διαφέρει από αυτό που λαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας[7].

Η δεύτερη κριτική που θα εξετάσουμε είναι αυτή που συνοπτικά ονομάζεται «Θέση Duhem-Quine». Αυτή αφορά το σκέλος του πειραματικού ελέγχου μιας επιστημονικής υπόθεσης. Ο Duhem στις αρχές του 20ου αιώνα στο έργο του Theorie Physique είχε διατυπώσει την εξής θέση: «…οι επιστημονικές θεωρίες δεν είναι διαψεύσιμες και ως εκ τούτου ο εμπειρικός τους έλεγχος αποτελεί εγχείρημα περίπου απονεννοημένο.»[8]

Κάθε θεωρητική υπόθεση ανήκει σε ένα οργανικό θεωρητικό σύνολο. «…από καμία μεμονωμένη υπόθεση Η δεν είναι λογικά δυνατόν να εξαχθούν συμπεράσματα, υπό τύπον προβλέψεων διατυπωμένων σε παρατηριασιακή γλώσσα. Έπεται ότι για να συναχθούν από μία υπόθεση Η ,εμπειρικά ελέγξιμες πραγματολογικές αποφάνσεις ,είναι απαραίτητη -λογικά- η σύζευξη της Η με άλλες υποθέσεις ή θεωρίες που προσδιορίζουν το πεδίο ισχύος και τις συνθήκες εγκυρότητας της Η…Μόνο η σύζευξη της Η με τις επικουρικές παραδοχές Α θα μας επιτρέψει να διαμορφώσουμε παραγωγικά την πρόβλεψη Ο. Θα πούμε τότε ότι: (Η.Α)→Ο. Ας υποθέσουμε, τώρα ,ότι η πρόβλεψη Ο δεν επαληθεύεται. Ας υποθέσουμε ,δηλαδή ,ότι προκύπτει ένα πειραματικό αποτέλεσμα αντίθετο προς την πρόβλεψη Ο, που το εκφράζουμε συμβολικά ως ~Ο…Διαψεύδεται συνολικά η σύζευξη(Η.Α) και δεν υφίσταται λογικός τρόπος προσδιορισμού εκείνου του σκέλους της που πλήττεται περισσότερο ή λιγότερο…Ελέγχουμε συστήματα υποθέσεων και όχι υποθέσεις…Οι θέσεις αυτές του Duhem ονομάστηκαν “ολισμός”»[9] Διακρίνοντας ο Duhem την Φυσική από την Φυσιολογία καταλήγει ότι στην πρώτη δεν υφίστανται αποφασιστικά πειράματα καθώς κάθε πείραμα προσδιορίζεται από ένα προϋπάρχον οπλοστάσιο θεωρητικών εννοιών και εργαλείων πράγμα το οποίο καθιστά πολυπλοκότερη την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων περί του τι φταίει σε μια ενδεχόμενη πειραματική διάψευση.

Το δεύτερο σκέλος της θέσης του Duhem απορρέει λογικά από τα προαναφερθέντα. Το ότι απορρίπτεται η σύζευξη «Η.Α» ,δεν συνεπάγεται ότι ισχύει η αντίθετή της ή ότι αυτή είναι οριστικώς διαψευσθείσα. Στην φυσική μπορούν να υπάρξουν περισσότερες από 2 υποθέσεις. Ο Duhem αφήνει σκόπιμα ανοικτό το ενδεχόμενο η διαψευσθείσα υπόθεση Η να επικυρωθεί με διαφορετικές επικουρικές παραδοχές. Αλλά αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το αποδείξει εκείνος που το επικαλείται. 

Ο Quine μισό αιώνα αργότερα επαναφέρει την ξεχασμένη θέση Duhem διαφοροποιούμενος σε 2 σημεία:
1) «ο Quine προσπάθησε να καταρρίψει το νεοθετικιστικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο οι προτάσεις της λογικής και των μαθηματικών είναι αναλυτικές και ταυτολογικές»[10]. Για τον Carnap  τα μαθηματικά σύμβολα με τους κανόνες χρησιμοποίησής τους αποτελούσαν ένα λογικο-τυπικό σύστημα συντακτικών κανόνων συμβατικής φύσης και χωρίς υλικά ερμηνεύσιμο περιεχόμενο. Ο Duhem είχε υιοθετήσει μια παρόμοια άποψη με την εξής έννοια: σε περίπτωση διάψευσης μιας σύζευξης Η.Α δεν γνωρίζουμε ,βέβαια ποιο ακριβώς από τα μέλη της ευθύνεται για το σφάλμα, γνωρίζουμε όμως άριστα τι αποκλείεται να απορρίψουμε ως υπεύθυνο, το λογικομαθηματικό οπλοστάσιο της σύζευξης ,που δεν συμπίπτει ούτε με την Η ούτε με τις Α.  Πως συνδέεται τώρα η θέση του Duhem με την μόλις αναφερθείσα του Quine; Με το ότι για τον τελευταίο ούτε το λογικομαθηματικό οπλοστάσιο της σύζευξης (ούτε φυσικά το Η και Α) μπορεί να απαλλαγεί από την αβεβαιότητα και άρα παραμένει και αυτό υπό αμφισβήτηση.
2) Η 2η διαφορά-σύμπτωση με τον Duhem είναι ότι από την μία συμφωνεί ότι τα λεγόμενα αποφασιστικά πειράματα είναι αδύνατα από την άλλη υποστηρίζει σε αντίθεση με τον Duhem[11], ότι είναι πάντα δυνατόν χωρίς κανένα περιορισμό να επινοήσουμε ένα σύνολο επικουρικών υποθέσεων που μπορούν να διασώσουν μια οποιαδήποτε ,φαινομενικά αντιφάσκουσα στα εμπειρικά δεδομένα υπόθεση. Γράφει χαρακτηριστικά «οποιαδήποτε απόφανση μπορεί, ο,τιδήποτε και αν συμβεί ,να εξακολουθήσει να θεωρείται αληθής αν πραγματοποιήσουμε αρκούντως δραστικές αναπροσαρμογές κάπου αλλού στο σύστημα»[12]

Οι δύο προαναφερθείσες κριτικές ενσωματώνονται στο περίφημο έργο του Τ. Kuhn «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων». Όσον αφορά την πρώτη ο Kuhn συμπλέει[13] με τον Hanson παρότι θεωρεί τα πειράματα gestalt απλώς διευκρινιστικά «της φύσης των μετασχηματισμών των παραστάσεων»[14]. Δεν θεωρεί ότι πρόκειται απλά για επανερμηνεία μεμονωμένων και σταθερών δεδομένων αλλά ότι ακόμα και τα ίδια τα δεδομένα που συλλέγουν οι επιστήμονες διαφέρουν. Ο Kuhn χρησιμοποιεί για να επεξηγήσει τη θέση του το παράδειγμα του εκκρεμούς και το πώς αντιλαμβάνονταν το ίδιο αυτό φαινόμενο ο Γαλιλαίος και ο Αριστοτέλης∙ καταλήγει έτσι στο ότι «το άμεσο, πάντως περιεχόμενο της εμπειρίας του Γαλιλαίου, στη θέα σωμάτων που πέφτουν ,δεν ήταν το ίδιο με του Αριστοτέλη»[15]. Ο Kuhn λοιπόν μας συστήνει «να παραμερίσουμε την άμεση εμπειρία λόγω της ρευστότητάς της και στη θέση της να εξετάσουμε τις συγκεκριμένες διεργασίες και μετρήσεις που εκτελεί ο επιστήμονας στο εργαστήριό του»[16]. Οι διεργασίες και οι μετρήσεις που αναλαμβάνει ο επιστήμονας στο εργαστήριο δεν είναι το «δεδομένο» της εμπειρίας αλλά μάλλον το «αποκτηθέν μετά δυσκολίας»[17]. Το τι θα επιλέξει(στην περίοδο τουλάχιστον της «κανονικής επιστήμης») να ερευνήσει ο επιστήμονας επικαθορίζεται από το παράδειγμα στο οποίο εντάσσεται. Αναπτύσσοντας το τρίτο κριτήριο της ασυμμετρίας των παραδειγμάτων ο Kuhn διατυπώνει την ακόλουθη επεξηγηματική για το πρόβλημά μας πρόταση: «Δουλεύοντας μέσα σε διαφορετικούς κόσμους, οι δύο ομάδες επιστημόνων βλέπουν διαφορετικά πράγματα, όταν κοιτούν από το ίδιο σημείο στην ίδια κατεύθυνση.»[18]

Όσον αφορά τον έλεγχο(ή επαλήθευση) των επιστημονικών θεωριών ο Kuhn θεωρεί ότι αυτός δεν υφίσταται στην περίοδο της κανονικής επιστήμης. Τότε ο ερευνητής «ασχολείται με την επίλυση γρίφων και όχι με τον έλεγχο των Παραδειγμάτων»[19]. Έλεγχο του παραδείγματος έχουμε μόνο όταν η συνεχής αποτυχία να βρεθεί μια λύση σε ένα σημαντικό γρίφο οδηγήσει σε μια κρίση. Όμως(και σε αυτό το σημείο συνίσταται η βασική διαφορά του Κuhn με τους υπόλοιπους επικριτές της νεοθετικιστικής θέσης περί επαλήθευσης) ο έλεγχος δεν «ταυτίζεται ποτέ με την απλή σύγκριση ενός μεμονωμένου Παραδείγματος με τη φύση –όπως στη διαδικασία επίλυσης γρίφων. Αντίθετα ο έλεγχος αποτελεί μια πλευρά του ανταγωνισμού ανάμεσα σε δύο αντίπαλα Παραδείγματα, που διεκδικούν την αφοσίωση της επιστημονικής κοινότητας»[20]. Με άλλα λόγια ένα παράδειγμα για να είχε κάποτε επικρατήσει, προφανώς και συμφωνούσε με ένα πλήθος εμπειρικών δεδομένων. Το νέο παράδειγμα εξετάζει  υπό τελείως άλλο βλέμμα ακόμα και τα ίδια εμπειρικά γεγονότα(βλ. προαναφερθέν παράδειγμα με εκκρεμές). Όμως αυτός ο έλεγχος ανάμεσα στα ανταγωνιζόμενα παραδείγματα ακόμα και για τα ίδια εμπειρικά γεγονότα είναι εγγενώς ανεπαρκής, διότι τα παραδείγματα χαρακτηρίζονται στην μεταξύ τους σχέση από ασυμμετρία. Το καθένα έχει τα δικά του μεθοδολογικά κριτήρια, δίνει εν μέρει διαφορετικό περιεχόμενο στις έννοιες και οι επιστήμονες ασκούν το έργο τους μέσα σε διαφορετικούς κόσμους[21]. Επομένως το κριτήριο της επαλήθευσης κλονίζεται στον Kuhn(όπως και στους Duhem-Quine)  σε μεγάλο βαθμό.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
T. Kuhn: Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, μτφ. Β. Κάλφας, Γ. Γεωργακόπουλος, εκδόσεις σύγχρονα θέματα, Ζ έκδοση
Αιμίλιος Μεταξόπουλος:Σύμβαση και αλήθεια. Εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα1988
A.F.Chalmers: Τι είναι αυτό που το λέμε επιστήμη;(Γ.Φουρτούνης), πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996
N.R. Hanson: Patterns of discovery, Cambridge University Press, 1965


2η ερώτηση
Στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων ο Κουν υποστηρίζει τη θέση ότι είναι η επιστημονική κοινότητα, ως κοινότητα  ειδικών, εκείνη που αποφαίνεται κατ’ αποκλειστικότητα για την ισχύ των επιστημονικών θεωριών, όπως λειτουργούν στα πλαίσια ενός Παραδείγματος. Αυτή η θέση κατηγορήθηκε ως σχετικιστική .Γιατί; Μπορεί η θέση να σωθεί από την κατηγορία του σχετικισμού; Πως;


 Απάντηση
Για τον Kuhn είναι «απατηλό» να θεωρούμε ότι η αναμφισβήτητη πρόοδος της επιστήμης μας φέρνει πιο κοντά στην αλήθεια[22]. Θεωρεί την αλήθεια ως έννοια υπερβατική, άρα μεταφυσική και την συνδέει με μια θεϊκού τύπου τελολογία. Μάλιστα θεωρεί την θέση του ως μια τηρουμένων των αναλογιών μεταφορά στο πεδίο της επιστημολογίας (και της ιστορίας της επιστήμης) της δαρβινικής θέσης περί μη τελεολογικής εξέλιξης[23]. Ο Kuhn λοιπόν συντάσσεται με κάποια πρόοδο[24] στην γνώση χωρίς όμως ποτέ αυτή η πρόοδος να έχει κάποια οντολογική συνάφεια με την αλήθεια[25].

Κριτής αυτής της προόδου είναι η επιστημονική κοινότητα. Έτσι παρατηρούμε μεταφορά του κέντρου βάρους από την λογική της επιστημονικής έρευνας προς την κοινωνική ψυχολογία των εκάστοτε επιστημονικών κοινοτήτων. «η ίδια η ύπαρξη της επιστήμης εξαρτάται από το ότι η εξουσία στην επιλογή των Παραδειγμάτων παραχωρείται στα μέλη μιας ειδικής κοινότητας»[26]. Οι επιστήμονες βέβαια χρησιμοποιούν κριτήρια για την επιλογή ανάμεσα σε παραδείγματα, τα οποία όμως λειτουργούν μόνο «σαν αξίες και μπορούν έτσι να εφαρμοσθούν διαφορετικά»[27] από την εκάστοτε επιστημονική ομάδα. Το πρώτο κριτήριο είναι: «το νέο παράδειγμα θα πρέπει να φαίνεται ικανό να επιλύσει ορισμένα εκκρεμή και καθολικά αναγνωρισμένα προβλήματα, που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με κανέναν άλλο τρόπο» και το δεύτερο «θα πρέπει να υπόσχεται ότι θα διατηρήσει ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό της συγκεκριμένης ικανότητας επιλύσεως προβλημάτων, που κέρδισε η επιστήμη χάρη στα προηγούμενα Παραδείγματα….»[28].  Στο υστερόγραφο της έκδοσης του 1969 απαριθμεί ενδεικτικά μερικά επιπλέον κριτήρια όπως «η ακρίβεια της πρόβλεψης, η ισορροπία μεταξύ εξειδικευμένης και καθημερινής θεματολογίας» και επιπλέον κάποια ήσσονος σημασίας όπως «η απλότητα, το εύρος και η συμβατότητα με άλλες ειδικότητες»[29]. Η αδυναμία εντοπισμού αποφασιστικών κριτηρίων για το τι είναι πρόοδος ,τον οδηγεί «σε τελευταία ανάλυση» στην «ψυχολογική ή κοινωνιολογική έρευνα…περιγραφή κάποιου συστήματος αξιών, μιας ιδεολογίας, καθώς και μιας ανάλυσης των θεσμών μέσα από τους οποίους το σύστημα μεταδίδεται και ενισχύεται »[30], με μια άλλη διατύπωση ο Kuhn στρέφεται προκειμένου να βρει απαντήσεις στην «ψυχολογία της γνώσης» [31]. Το εάν λοιπόν μια θεωρία είναι καλύτερη από κάποια άλλη κρίνεται σε σχέση με τα μέτρα αξιολόγησης της αρμόδιας κοινότητας και αυτά τα μέτρα ποικίλουν ανάλογα με το πολιτισμικό και ιστορικό πλαίσιο αυτής της κοινότητας. Το υστερόγραφο κλίνει με μια κατ’ εξοχήν σχετικιστική θέση, «ότι η επιστημονική γνώση, όπως η γλώσσα ,είναι εγγενώς κοινή ιδιοκτησία μιας ομάδας ή δεν είναι τίποτα άλλο. Για να την κατανοήσουμε θα χρειαστεί να γνωρίσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ομάδων που την δημιουργούν και την χρησιμοποιούν»[32]

Όμως και ο ίδιος ο από τους επιστήμονες εντοπισμός της προόδου στην διαδοχή των παραδειγμάτων δεν είναι κάτι καθαρό και απόλυτο, λόγω του ότι μεταξύ αυτών των παραδειγμάτων υπάρχει ασυμμετρία. «…μόνο στις περιόδους της φυσιολογικής επιστήμης, η πρόοδος παρουσιάζεται βέβαιη και εμφανής. Όμως σε αυτές ακριβώς τις περιόδους η επιστημονική κοινότητα δεν θα μπορούσε να δει διαφορετικά τα αποτελέσματα της δουλειάς της»[33]. Η ασυμμετρία έχει τρεις πτυχές: Το κάθε παράδειγμα έχει τα δικά του μεθοδολογικά κριτήρια, δίνει εν μέρει διαφορετικό περιεχόμενο στις έννοιες και οι επιστήμονες ασκούν το έργο τους μέσα σε διαφορετικούς κόσμους[34]. Πώς λοιπόν θα πείσουν οι μεν τους δε;

Ο Kuhn 7 χρόνια από την δημοσίευση της «Δομής» και μετά από σωρεία κριτικών επιχειρεί να αναιρέσει τον αποδιδόμενο σε αυτόν «σχετικισμό» μέσω της «μετάφρασης». «Θέτοντας το εν συντομία, αυτό που τα μέλη σε μια αποτυχία επικοινωνίας  μπορούν να κάνουν είναι να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον ως μέλη διαφορετικών γλωσσικών κοινοτήτων και μετά να γίνουν μεταφραστές. Εκλαμβάνοντας τις διαφορές ανάμεσα στην ενδο- και δια-ομαδική πραγματεία καθαυτές ως ένα ιδιαίτερο προς μελέτη θέμα, αυτοί μπορούν πρώτα να επιχειρήσουν να ανακαλύψουν  τους όρους και τους τρόπους ομιλίας, οι οποίοι χρησιμοποιούμενοι χωρίς πρόβλημα σε κάθε μια κοινότητα, είναι ωστόσο εστίες μπλεξίματος για τις δια-ομαδικές συζητήσεις. Έχοντας απομονώσει τέτοιες περιοχές που δυσκολεύουν την επιστημονική επικοινωνία, αυτοί μπορούν στην συνέχεια να καταφύγουν στα κοινά καθημερινά λεξιλόγια σε μια προσπάθεια να επεξηγήσουν περαιτέρω τα προβλήματά τους»[35]. Χωρίς να αφαιρεί από την επιστημονική κοινότητα τα αποκλειστικά δικαιώματα για την κρίση περί την ισχύ των επιστημονικών θεωριών, ο Kuhn αξιοποιεί όσα προσφέρει η τεχνική της μετάφρασης, ώστε να δώσει στην επιστημονική κοινότητα περαιτέρω εχέγγυα για μια πιο αξιόπιστη κριτική των ανταγωνιστικών παραδειγμάτων. Η μετάφραση «…επιτρέπει στους συμμετέχοντες σε μια αποτυχία επικοινωνίας να βιώσουν έμμεσα κάτι από τα πλεονεκτήματα και ελαττώματα της άποψης καθενός, αυτή είναι ένα δυνητικό εργαλείο τόσο για πειθώ όσο και για προσηλυτισμό.»[36] Αυτό που επιτυγχάνεται με την μετάφραση είναι να γεφυρωθεί σε σημαντικό βαθμό το χάσμα επικοινωνίας ανάμεσα στα παραδείγματα. Από εκεί και πέρα και με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια θα πραγματοποιηθεί ο προσηλυτισμός, ο οποίος «παραμένει στην καρδιά της επαναστατικής διαδικασίας»[37]. 




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
T. Kuhn: The Structure of Scientific Revolutions, The University of Chicago Press, third edition, 1996
T. Kuhn: Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, μτφ. Β. Κάλφας, Γ. Γεωργακόπουλος, εκδόσεις σύγχρονα θέματα, Ζ έκδοση
Τ. Kuhn: «Λογική της ανακάλυψης ή ψυχολογία της έρευνας» στο Επιστημολογία , μτφ Χ. Μπάλλα, επιμέλεια Γ. Κουζέλης, εκδ. νήσος., Αθήνα 1997





[1] T. Kuhn: Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων(μετ. Γ. Γεωργακόπουλος,Β. Κάλφας), εκδ. σύγχρονα θέματα, Ζ΄ έκδοση, σελ. 12, εισαγωγή
[2] Στο ίδιο, σελ. 14, εισαγωγή
[3] A.F.Chalmers: Τι είναι αυτό που το λέμε επιστήμη;(Γ.Φουρτούνης), πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996, σελ. 6
[4] T. Kuhn: Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων(μετ. Γ. Γεωργακόπουλος,Β. Κάλφας), εκδ. σύγχρονα θέματα, Ζ΄ έκδοση, σελ. 18
[5] A.F.Chalmers: Τι είναι αυτό που το λέμε επιστήμη;(Γ.Φουρτούνης), πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996, σελ. 43
[6] Στο ίδιο σελ. 43
[7] Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των σχημάτων 4 και 5 στο βιβλίο του, όπου το αναπαριστάμενο μοιάζει τόσο με αντιλόπη όσο και με πουλί. Ανάλογα με τις εμπειρίες του έκαστος  θα το δει είτε ως πουλί(αν δεν έχει δει ποτέ αντιλόπη) είτε ως αντιλόπη(να είναι λάτρης των σαφάρι). Patterns of discovery, Cambridge University Press, σελ 13. 
[8] Αιμίλιος Μεταξόπουλος: Σύμβαση και αλήθεια. Εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1988, σελ15
[9] Αιμίλιος Μεταξόπουλος: Σύμβαση και αλήθεια. Εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1988, σελ 20,21
[10]Αιμίλιος Μεταξόπουλος:Σύμβαση και αλήθεια. Εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα1988,σελ176
[11] που όπως είδαμε άφηνε στον ενδεχόμενο αρνητή της θέσης του την ευθύνη να αποδείξει ,ότι σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά δεν είναι λογικά δυνατόν να επινοηθεί μια «σωστική» επικουρική υπόθεση
[12] Αιμίλιος Μεταξόπουλος:Σύμβαση και αλήθεια. Εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα1988,σελ177
[13] «Ιδιαίτερα ο N.R.Hanson χρησιμοποίησε διατάξεις της ψυχολογίας των gestalt για να διευκρινίσει ορισμένες συνέπειες των επιστημονικών πεποιθήσεων, παρόμοιες με αυτές που εγώ ερευνώ» στο ίδιο, σελ. 191
[14] Στο ίδιο ,σελ. 189
[15] Στο ίδιο, σελ. 204
[16] Στο ίδιο, σελ. 204
[17] Στο ίδιο, σελ. 204
[18] Στο ίδιο, σελ. 231
[19] Στο ίδιο, σελ. 225
[20] Στο ίδιο, σελ. 225
[21] Στο ίδιο, σελ. 229-231

[22] « Για την ακρίβεια, θα πρέπει μάλλον να εγκαταλείψουμε την έκδηλη ή υπονοούμενη αντίληψη ότι οι αλλαγές Παραδειγμάτων φέρνουν τους επιστήμονες και όσους στηρίζονται σε αυτούς, ολοένα πιο κοντά στην αλήθεια.» σελ. 254 T. Kuhn: Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, μτφ. Β. Κάλφας, Γ. Γεωργακόπουλος, εκδόσεις σύγχρονα θέματα, Ζ έκδοση
[23] T. Kuhn: The Structure of Scientific Revolutions, The University of Chicago Press, third edition, 1996(μτφ. δική μου), σελ. 206
[24] «οι πιο πρόσφατες επιστημονικές θεωρίες είναι καλύτερες από τις παλιότερες στο να λύνουν γρίφους στα συχνά τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα στα οποία αυτές εφαρμόζονται. Αυτό δεν είναι μια σχετικιστική θέση και δείχνει την έννοια με βάση την οποία είμαι ένας πεπεισμένος υποστηρικτής της επιστημονικής προόδου» T. Kuhn: The Structure of Scientific Revolutions, The University of Chicago Press, third edition, 1996(μτφ. δική μου), σελ. 206
[25] Ιδού ένα ακόμα απόσπασμα προς αυτήν την κατεύθυνση: «Η έννοια μιας σύμπτωσης ανάμεσα στην οντολογία μιας θεωρίας και του «αληθινού» αντιγράφου της στην φύση μου φαίνεται τώρα απατηλή γενικά(in principle, κατ’ αρχήν)» στο ίδιο σελ. 206
[26] T. Kuhn: Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, μτφ. Β. Κάλφας, Γ. Γεωργακόπουλος, εκδόσεις σύγχρονα θέματα, Ζ έκδοση, σελ. 251
[27] T. Kuhn:The Structure of Scientific Revolutions, The University of Chicago Press, third edition, 1996(μτφ. δική μου), σελ.199
[28] T. Kuhn: Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, μτφ. Β. Κάλφας, Γ. Γεωργακόπουλος, εκδόσεις σύγχρονα θέματα, Ζ έκδοση, σελ. 252,253
[29] T. Kuhn: The Structure of Scientific Revolutions, The University of Chicago Press, third edition, 1996(μτφ. δική μου), σελ. 206
[30] Τ. Kuhn: «Λογική της ανακάλυψης ή ψυχολογία της έρευνας» στο Επιστημολογία , μτφ Χ. Μπάλλα, εκδ. νήσος., Αθήνα 1997 ,σελ. 129
[31] Στο ίδιο σελ. 130
[32] T. Kuhn: The Structure of Scientific Revolutions, The University of Chicago Press, third edition, 1996(μτφ. δική μου), σελ. 206

[33] T. Kuhn: Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, μτφ. Β. Κάλφας, Γ. Γεωργακόπουλος, εκδόσεις σύγχρονα θέματα, Ζ έκδοση, σελ. 246
[34] Στο ίδιο, σελ. 229-231
[35] T. Kuhn: The Structure of Scientific Revolutions, The University of Chicago Press, third edition, 1996(μτφ. δική μου), σελ. 202
[36] Στο ίδιο ,203
[37] Στο ίδιο ,204

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου