Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Αναστολή λειτουργίας του μπλογκ

αγαπητοί σύντροφοι και φίλοι αναγνώστες,

επειδή διατηρώ ένα συλλογικό μπλογκ στην ακόλουθη διεύθυνση http://bestimmung.blogspot.de/ και επειδή ούτως ή άλλως το αναγνωστικό κοινό δεν είναι άπειρο και υποθέτω ότι όλοι σχεδόν γνωρίζετε το νέο μπλογκ, κρίνω ότι δεν έχει κάποιο νόημα να διατηρώ παράλληλα και το die Aufgebung. Αρχικά είχα σκοπό να το κρατήσω για να δημοσιεύω κάποια πιο πρόχειρα κείμενα ,αλλά έτσι όπως έχουν τα πράγματα δεν προκύπτει αυτό πλέον ως ανάγκη και επομένως σταματάω μέχρι να νεωτέρας να δημοσιεύω και εδώ. Όλα τα κείμενά μου θα δημοσιεύονται πλέον μόνο στο Die Bestimmung.

Θάνος

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Το γίγνεσθαι της Λογικής ως ώριμης επιστήμης: Γενική και Ειδική Λογική


1. Η γενική λογική του G.W.FHegel
Σύμφωνα με την μαρξική επιστημολογία έτσι όπως αυτή αναπτύσσεται στην Εισαγωγή του 1857[1], το γίγνεσθαι της επιστήμης της Πολιτικής Οικονομίας αποτελείται από δύο κύρια στάδια: Το πρώτο στάδιο είναι η ανάβαση από το εμπειρικό στο νοητικά αφηρημένο(κυριαρχεί η ανάλυση και η διάνοια) και συγκροτεί την μη-ώριμη επιστήμη· το δεύτερο στάδιο είναι η ανάβαση από το νοητικά αφηρημένο προς το νοητικά συγκεκριμένο(σύνθεση, λόγος) και εδώ γίνεται πλέον λόγος για την ώριμη επιστήμη. Το πρώτο στάδιο σε πρώτη φάση συνιστά προϋπόθεση για την εμφάνιση του δεύτερου σταδίου και στη συνέχεια αναπαράγεται ανηρημένο(aufgehoben) εντός του τελευταίου.
Το επιστημολογικό αυτό σχήμα προέρχεται από τον  Γ. Χέγκελ, ο οποίος στον περίφημο πρόλογο της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, το παρουσίασε ως το καθολικό σχήμα με βάση το οποίο αναπτύσσεται κάθε επιστήμη, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η ανάλυση αντιστοιχεί κατά βάση στην αρχαία σκέψη και έτσι το καθήκον των «νεότερων χρόνων» είναι «να δίνουμε πραγματική υπόσταση στο καθολικό και να το εμποτίζουμε με πνεύμα μέσω της άρσης της παγίωσης των προσδιορισμένων σκέψεων»[2].
Αυτό που θα επιχειρήσουμε εμείς είναι η μελέτη της Λογικής ως μερικής επιστήμης(μερικής παρότι αυτή συνιστά την πλεόν αφηρημένη επιστήμη), η οποία συγκροτείται με βάση τα προαναφερθέντα στάδια. Η περιοδολόγηση αυτή προέρχεται από τον Χέγκελ ,ο οποίος έβλεπε τα διάφορα φιλοσοφικά συτήματα ως την «προοδευτική ανάπτυξη της αλήθειας»[3]. Θεωρούμε όμως ότι η περιοδολόγηση αυτή θα είναι πληρέστερη αν χρησιμοποιήσουμε τις κατηγορίες με τις οποίες μελετά το «οργανικό όλο»[4] ο σοβιετικός στοχαστής Β.Α. Βαζιούλιν στο έργο του «Η λογική της Ιστορίας».
Για να συγκροτηθεί τώρα η Λογική σε ώριμη επιστήμη απαιτείται η πλήρωση δύο προϋποθέσεων.
 1Α. Οι δύο προϋποθέσεις της Λογικής ως ώριμης επιστήμης
1Aα. Πρώτη προϋπόθεση:«Η Φαινομενολογία του πνεύματος»  
Η εποχή του Χέγκελ «είναι μια εποχή γέννησης και μετάβασης σε μία νέα περίοδο»[5] και το καθήκον του είναι «να καταδείξω[ει] ότι η έφθασε η χρονική στιγμή να υψωθεί η φιλοσοφία σε επιστήμη…»[6]. Η Φαινομενολογία παρουσιάζει την πορεία της ανθρωπότητας από την συνειδησιακή αντίθεση ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο μέχρι την άρση(Aufhebung) αυτής και την ύψωσή της στο επίπεδο της «φιλοσοφικής επιστήμης», όπου κυριαρχεί ο Λόγος(και η έννοια). Αυτή η πορεία περιλαμβάνει διαδοχικά μεταξύ τους στάδια: 1. η συνείδηση(υποστάδια:αισθητηριακή βεβαιότητα, αντίληψη, «δύναμη και διάνοια»), 2. η αυτοσυνείδηση, 3. ο λόγος(υποστάδια: ο λόγος, το πνεύμα, η θρησκεία, η απόλυτη επίγνωση). Η Φαινομενολογία συνιστά προϋπόθεση για την συγκρότηση του ώριμου σταδίου τόσο της επιστήμης της Λογικής όσο και των άλλων επιστημών του εγελιανού συστήματος(Λογική, Φιλοσοφία της Φύσης, Φιλοσοφία του πνεύματος), καθώς συμβάλλει(από κοινού με την δεύτερη προϋπόθεση που θα αναπτύξουμε αμέσως παρακάτω) στο να υπάρχει στην αφετηρία κάθε ώριμης επιστήμης η απόλυτη ταυτότητα υποκειμένου αντικειμένου[7].  Στο εγελιανό σύστημα όλες οι επιστήμες είναι υψωμένες στο επίπεδο του λόγου(ανάβαση από το αφηρημένο στο νοητικά συγκεκριμένο) και το αντικείμενό τους απεικονίζεται ως οργανικό όλο και άρα προϋποθέτουν την πορεία της Φαινομενολογίας. Επομένως η Φαινομενολογία απεικονίζει την ανάβαση από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο νοητικά αφηρημένο[8] όσον αφορά την επιστήμη εν γένει[9].
1Aβ. Δεύτερη προϋπόθεση: η ιστορία της Λογικής
Η Φαινομενολογία είναι η γενική προϋπόθεση κάθε ώριμης επιστήμης. Η δεύτερη προϋπόθεση αποτελεί το πρώτο μέρος κάθε επιστήμης, καθώς αφορά την ανάβαση από το εμπειρικό στο αφηρημένο ως προς το ειδικό της αντικείμενο.
Εμείς θα περιοριστούμε στην μελέτη της ανάβασης από το εμπειρικό στο αφηρημένο της επιστήμης της Λογικής. Η πορεία αυτή πραγματοποιείται μέσα από την μέχρι τον Χέγκελ ιστορία της Λογικής. «Οι παραδόσεις στην ιστορία της Φιλοσοφίας»[10] του Χέγκελ συνιστούν πολύτιμο εργαλείο στην απεικόνιση αυτού του πρώτου σταδίου της Λογικής.
Σε σχέση με άλλες επιστήμες η Λογική έχει την ιδιαιτερότητα ,ότι το αντικείμενό της δεν προηγείται της πραγμάτευσής του εντός αυτής, αλλά παράγεται «μέσα από την πορεία της» [11]. Συνεπώς τα σημαντικότετα στάδια της προοδευτικής ανάπτυξης ενός αντικειμένου ως οργανικού όλου(ιστορική σειρά), αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα στάδια της γνωστικής διαδικασίας[12](υποκείμενο,λογική σειρά). Με άλλα λόγια, επειδή το αντικείμενο της Λογικής δεν προϋπάρχει της σύλληψής του από τους φιλοσόφους αλλά ταυτίζεται με αυτήν ,η ιστορική του εμφάνιση ,συνδέεται άρρηκτα με την σύλληψή του από το υποκείμενο. Αντίθετα σε άλλες επιστήμες η ιστορική εμφάνιση και ανάπτυξη του αντικειμένου  είχε σχετική(Πολιτική Οικονομία) ή και απόλυτη(φυσική,χημεία) ανεξαρτησία από την επιστήμη περί αυτού. Η ιδιοτυπία αυτή της Λογικής μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις κατηγόριες τις οποίες εισάγει ο Βαζιούλιν για την περιοδολόγηση του «ιστορικού» [13] για να μελετήσουμε το γίγνεσθαι της Λογικής. Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν η ανάβαση από την αμεσότητα στο αφηρημένο ,αντιστοιχεί στην «πρωταρχική εμφάνιση» και «διαμόρφωση» της επιστήμης της Λογικής και η ανάβαση από το αφηρημένο στο νοητικά συγκεκριμένο αντιστοιχεί στην «ωριμότητα».
Πρωταρχική εμφάνισηπρώτη περίοδος»): Η Λογική εμφανίζεται σύμφωνα με τον Χέγκελ με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία ,την πορεία της οποίας την χωρίζει σε 4 επίπεδα. Η Λογική λόγω της φύσης της δεν έχει ως αφετηρία το αισθητηριακά συγκεκριμένο αλλά «το ακόμα απροσδιόριστο και άμεσο καθολικό(Θεός, το Είναι» και το οποίο είναι «το υποστασιακό θεμέλιο(Grundlage) όλης της φιλοσοφίας, η οποία δεν τροποποιείται, αλλά μόνο κινείται βαθύτερα εντός του εαυτού της» [14]Στην «Διδασκαλία περί της έννοιας» ο Χέγκελ επισημαίνει, ότι η αφετηρία της Λογικής «δεν είναι ένα άμεσο της κατ’ αίσθηση εποπτείας ή της παράστασης, αλλά του νοείν(des Denkens)», «το οποίο έχει το νόημα και τη μορφή της αφηρημένης καθολικότητας»[15]. Ιστορικά η αφετηρία της επιστήμης «έγινε από τον Παρμενίδη, ο οποίος έχει αποκαθάρει και υψώσει την παράστασή του και άρα την παράσταση των μετέπειτα στην καθαρή σκέψη, στο Είναι ως τέτοιο, και έτσι δημιούργησε το στοιχείο της επιστήμης»[16].
Τα τρία πρώτα επίπεδα μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: «ότι αυτή η αρχικά αφηρημένη ολότητα[πρώτο επίπεδο] με το να πραγματώνεται διαμέσου της προσδιορίζουσας, δρώσας ,διαφοροποιούσας σκέψης, τίθεται η ίδια εντός των διαφοροποιημένων της προσδιορισμών, οι οποίοι ανήκουν σε αυτήν ως ιδεατοί[δεύτερο επίπεδο]. Επειδή αυτοί οι προσδιορισμοί βρίσκονται αχώριστοι εντός της ενότητας, ο καθένας είναι λοιπόν στον εαυτό του επίσης το άλλο του· έτσι υψώνονται αυτές οι αντιτιθέμενες στιγμές σε ολότητες[τρίτο επίπεδο]» [17]. Η μία ολότητα είναι η «καθαρή σκέψη»(Στωικισμός) και η άλλη «το φυσικό Είναι»(Επικουριανισμός). Στο τέταρτο επίπεδο λαμβάνει χώρα η «άρνηση»(«Vernichtung») αυτών των διαφορών εντός του Σκεπτικισμού.

Διαμόρφωση(«δεύτερη περίοδος»): «Το ελληνικό φιλοσοφείν δεν λαμβάνει ακόμα υπόψη του την αντίθεση ανάμεσα σε Είναι και σκέψη» [18]. Από την άλλη πλευρά, στην νεώτερη φιλοσοφία έχουμε «δύο ιδέες: την υποκειμενική ιδέα ως γνώση και την υποστασιακή, συγκεκριμένη ιδέα· και η ανάπτυξη ,διαμόρφωση αυτής της αρχής(Prinzip), η οποία συνειδητοποιείται από την σκέψη, είναι το ενδιαφέρον της νεώτερης φιλοσοφίας»[19]. Με την μετάβαση στο Πνεύμα, όπου η υποκειμενικότητα «αρχίζει να αυτό-γιγνώσκεται», υψώνεται η Λογική σε ένα ανώτερο επίπεδο τόσο ιστορικά(νεώτερη φιλοσοφία, διαμόρφωση) όσο και κατηγοριακά(γνωσιολογικά,επιστημολογικά).
1B. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο νοητικά συγκεκριμένο ως η ώριμη επιστήμη της Λογικής
Η τρίτη κατηγορία του Βαζιούλιν είναι η «ωριμότητα». Το στάδιο της ωριμότητας της επιστήμης της Λογικής έχει τρία στάδια[20].
1) Γενική Λογική[21]: Το στάδιο αυτό συνδέεται κατά κύριο λόγο με τον Χέγκελ, ο οποίος ήταν ο πρώτος ,που κατόρθωσε μία επιστημονική παραγωγή (Deduktion)[22] των κατηγοριών(σύνθεση, λόγος). Στην γενική Λογική αναπαράγεται τώρα η ανάβαση από την αμεσότητα προς το αφηρημένο αλλά σε ανηρημένη(Aufhebung) μορφή. Σύμφωνα με τον Χέγκελ «αν εξετάσει κανείς την λογική πορεία δια εαυτή, θα παρατηρήσει εντός αυτής τις κύριες στιγμές της πορείας ιστορικής της εμφάνισης»[23].
Στην Λογική υπάρχει απόλυτη ταυτότητα μορφής και περιεχομένου. Για να γίνει κατανοητή όμως αυτή η «απόλυτη ταυτότητα» πρέπει να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με τον Χέγκελ το αληθές είναι πραγματικό μόνο ως όλο ή ως σύστημα και το απόλυτο νοείται ουσιαστικά μόνο ως αποτέλεσμα[24]. Θα μπορούσαμε να εξετάσουμε την σχέση ανάμεσα στην μορφή και το περιεχόμενο με τον ακόλουθο τρόπο: Η έννοια είναι μία μορφή(πχ. το Είναι), αλλά αυτή η μορφή αυτό-διαμεσολαβείται και αποκτά ένα περιεχόμενο(πχ. το Κάτι ή το ποσό)· αυτό το περιεχόμενο είναι όμως επίσης έννοια, ένας «μορφικός προσδιορισμός» και μόνο «μία στιγμή της μορφής ως ολότητας, στιγμή της ίδιας της έννοιας, η οποία είναι το θεμέλιο των προσδιορισμένων εννοιών»[25]. Στην «Διδασκαλία περί της Έννοιας» ο Χέγκελ επισημαίνει, ότι αυτό που χαρακτηρίζει την έννοια ,είναι ,ότι αυτή περιλαμβάνει ταυτόχρονα την καθολικότητα, την μερικότητα και την ενικότητα. Η πορεία της Λογικής συνοψίζεται από τον Χέγκελ στο κεφάλαιο της «Απόλυτης Ιδέας» ,όπου αυτός διακρίνει τα 3 στάδια της μεθόδου: 1. την αυτοπροσδιοριζόμενη καθολικότητα ,η οποία είναι μία αμεσότητα (εδώ κυριαρχεί η ανάλυση), 2. την αρνητική ή διαμεσολαβημένη προσδιοριστικότητα (κυριαρχεί η σύνθεση), 3. την επιστροφή της πορείας της γνώσης στον εαυτό της, η οποία ως η αυτοαναιρούμενη αντίφαση αποτελεί εκ νέου μία αμεσότητα.
Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο μπορούμε πλέον να εξάγουμε 2 συμπεράσματα όσον αφορά την γενική Λογική:
1. ότι μέσα στην ίδια την ώριμη επιστήμη βλέπουμε ότι αναπαράγεται το σχήμα της προηγούμενης πορείας και κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι το Είναι του Παρμενίδη, δηλ. η αβαθής αμεσότητα που τα περιλαμβάνει όλα καθότι «όλα είναι» ,αποτελεί και την πρώτη κατηγορία της εγελιανής Λογικής[26]. Η πρόοδος του φιλοσοφείν που ιστορικά λαμβάνει χώρα μέσω της κριτικής που ασκούσε ο ένας φιλόσοφος στον άλλον, στα πλαίσια της ώριμης επιστήμης αναπαράγεται ως η αυτοκίνηση της έννοιας, δηλ. η ανάδειξη της αδυναμίας της προσδιορισμένης μορφής να συλλάβει το περιεχόμενο με συνέπεια την αναγκαία μετάβαση σε μία νέα μορφή. Η νέα μορφή τώρα διανοίγει νέες δυνατότητες έκπτυξης του περιεχομένου(αλληλεπίδραση μορφής-περιεχομένου).
2. Ακριβώς η μόλις περιγραφείσα ιδιοτυπία της ώριμης Λογικής οδήγησε τον κλασσικό Μαρξισμό στο να θεωρήσει την «αυτοκίνηση» της σκέψης ως μία διαδικασία γένεσης του συγκεκριμένου[27]. Σε αυτήν την κριτική συνέβαλαν βεβαίως και αρκετές αμφιλεγόμενες διατυπώσεις του Χέγκελ(που προφανώς αντανακλούν και εντάσεις εντός του ίδιου του συστήματός του) καθώς και κάτι ακόμα που θα αναλυθεί στο δεύτερο στάδιο της ωριμότητας. Όπως όμως επιχειρήσαμε να δείξουμε, η εγελιανή Λογική δεν αποτελεί αυτοφυή, καθαρή, αυτοκινούμενη σκέψη αλλά προϋποθέτει τόσο την Φαινομενολογία όσο και την αυθόρμητη διαλεκτική της μετάβασης από το ένα φιλοσοφικό σύστημα στο άλλο. Η λογική συλλαμβάνει στο επίπεδο της έννοιας ,αυτό που η θρησκεία ή η τέχνη συλλαμβάνουν στο επίπεδο της «παράστασης»(Vorstellung) και μάλιστα προηγείται και προϋποτίθεται η παράσταση της έννοιας καθώς «η Φιλοσοφία δεν κάνει τίποτα άλλο, παρά να μεταμορφώνει τις παραστάσεις σε σκέψεις[διάνοια Θ.Λ.]- αλλά βέβαια περαιτέρω και τη σκέτη σκέψη σε έννοια[Λόγος, Θ.Λ.]»[28]. Επιπροσθέτως όπως παρατηρεί κανείς από το πλήθος των συνοδευτικών «Παρατηρήσεων», ο Χέγκελ είχε πάντα μπρος στα μάτια του συγκεκριμένα παραδείγμα από όλους τους τομείς του επιστητού. 

2) Ειδική Λογική: ο Χέγκελ δεν “κατασκεύασε”  ειδικές Λογικές. Αντίθετα μετά την «Επιστήμη της Λογικής» επιχείρησε να ανυψώσει τις «εμπειρικές επιστήμες» στο επίπεδο του Λόγου(φιλοσοφία της φύσης και φιλοσοφία του πνεύματος). Η κρίτικη που ασκούσε σε αυτές τις επιστήμες είναι ότι αυτές είναι προσκολλημένες στο επίπεδο της ανάλυσης(διάνοια) και έτσι το προσδιορισμένο περιεχόμενό τους «είναι εξωτερικό προς το καθολικό, και διαμελισμένο…χωρίς την αναγκαία εσωτερική σύνδεση των πλευρών του» . Εκάστη επιστήμη(ο Χέγκελ εν προκειμένω αναφέρεται στην Φυσική) «πρέπει έτσι να εργαστεί μαζί με την φιλοσοφία, έτσι ώστε η τελευταία να μεταφράζει στην έννοια το παραδεδομένο σε αυτήν καθολικό της διάνοιας, με το να δείχνει, πώς παράγεται αυτό από την έννοια ως ένα εμμενές(in sich selbst) αναγκαίο όλο» [29]. Ο Χέγκελ δεν αναγνώριζε στις εμπειρικές επιστήμες την δυνατότητα να κατακτήσουν με τις δικές τους δυνάμεις τον λόγο και γι΄αυτό ανέθεσε στην  «επιστημονική Φιλοσοφία» αυτό το καθήκον. Μέσω αυτής του της άποψης διεύσδυσαν κατά την εκτίμησή μας τα «ιδεαλιστικά» στοιχεία, τα οποία ναι μεν επηρεάζουν αρνητικά τις εμπειρικές επιστήμες του εγελιανού συστήματος ,όχι όμως και την Λογική.
Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» απέδειξε ,ότι είναι εφικτό για μία εμπειρική επιστήμη να ανέλθει αυτοδύναμα στο επίπεδο του λόγου και να απεικονιστεί ως οργανικό όλο. Επομένως τώρα το καθήκον της Λογικής έγκειται στο να εξετάσουμε με ποιο τρόπο η γενική Λογική τροποποιείται εντός της ώριμης εμπειρικής επιστήμης. Η (ειδική)Λογική του «Κεφαλαίου» απεικονίζει λοιπόν ένα τμήμα του δεύτερου σταδίου της Ωριμότητας της επιστήμης της Λογικής. Το δεύτερο στάδιο αποτελείται από την ειδική Λογική κάθε εμπειρικής επιστήμης που έχει απεικονιστεί σε οργανικό όλο. 
3) «Σύστημα της Ολότητας»[30]Η λογική μπορεί να ανέλθει σε αυτό το τρίτο στάδιο, μόνο όταν παραχθεί η ειδική λογική κάθε επιμέρους επιστήμης. Όμως στο βαθμό που τροποποιείται η γενική λογική από τις ειδικές, τόσο αρχίζουν και αχνοφαίνονται οι πλευρές του τρίτου σταδίου.


2. Ειδική Λογική: Η Λογική του «Κεφαλαίου» του Κ.Μάρξ
Θεωρούμε ότι οι τρεις τόμοι του «Κεφαλαίου» συνιστούν την νοητική αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως οργανικού όλου. Στο παρόν κείμενο θα επικεντρωθούμε στο τρίτο υποκεφάλαιο του πρώτου κεφαλαίου και πιο συγκεκριμένα στην «Απλή, μεμονωμένη ή τυχαία μορφή της αξίας». Παρόλα αυτά για λόγους εσωτερικής συνοχής της παρουσίασης θα πραγματευτούμε με συντομία τις λογικές κατηγορίες των υποκεφαλαίων ένα και δύο.
Όσον αφορά την δομή δεχόμαστε σε γενικές γραμμές τις βασικές κατηγορίες του Β.Βαζιούλιν, οι οποίες εισάγονται στο βιβλίο του «Η λογική του ‘’Κεφαλαιου’’ του Κ.Μαρξ»[31]. Σύμφωνα με τον Βαζιούλιν το πρώτο και το δεύτερο μέρος του «Κεφαλαίου» απεικονίζουν το Είναι και τα υπόλοιπα μέρη του πρώτου τόμου την ουσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εξεταζόμενου ως οργανικού όλου. Όσον αφορά την ποιότητα(πρώτη κατηγορία του Είναι) χρησιμοποιούμε την λογική του δομή του Βαζιούλιν, ενώ ως προς την ποσότητα και το μέτρο διαφοροποιούμαστε.
2A. Ποιότητα
Το Είναι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εξεταζόμενου ως οργανικό όλο είναι το εμπόρευμα. Εμπορεύματα όμως υπήρχαν και προ του Καπιταλισμού. Το εμπόρευμα συνιστά επομένως από την μία ιστορική προϋπόθεση του αντικειμένου και από την άλλη όρο ύπαρξής του. Ο Μαρξ εξετάζει βεβαίως το καπιταλιστικά τροποποιημένο εμπόρευμα, δηλ. το εμπόρευμα της αναπτυγμένης εμπορευματικής παραγωγής. Παρόλα αυτά στην αφετηρία του «Κεφαλαίου» ο Μαρξ παρουσιάζει αυτή την στοιχειώδη μορφή του υπό έρευνα αντικειμένου μόνο ως κάτι άμεσο, α-διαμεσολάβητο, ως κάτι που απλώς είναι. Έτσι ο καπιταλιστικός πλούτος «εμφανίζεται σαν “ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα”» και ακριβώς επειδή πρόκειται για μία αμεσότητα ,δεν διακρίνεται ούτε το εμπόρευμα-εργατική δύναμη, ούτε το εμπόρευμα-χρήμα, ούτε το εμπόρευμα που γίνεται κεφάλαιο. Σκοπός του Μαρξ είναι να ξεκινήσει από την πλέον αφηρημένη κατηγορία ούτως ώστε όλοι οι επόμενοι προσδιορισμοί να συγκεκριμενοποιούν αυτήν ακριβώς την κατηγορία. Ο άλλος πόλος της αντίθεσης που κάνει την εμφάνισή του είναι ότι το εμπόρευμα είναι η στοιχειώδης μορφή όχι οποιουδήποτε(πχ. δουλοκτητικού ή φεουδαρχικού) πλούτου αλλά του κεφαλαιοκρατικού ,είναι δηλ. δυνάμει κεφάλαιο. Στο βαθμό όμως που το εμπόρευμα προς το παρόν απλά «είναι ο καπιταλιστικός πλούτος», η ιδιότητα αυτή παραμένει απροσδιόριστη ,δηλ. ένα μη-είναι. Η ενότητα του εμπορεύματος εξεταζόμενου ως εμπορεύματος(Είναι) και εξεταζόμενου ως Είναι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής(μη-Είναι) είναι το γίγνεσθαι. Η αφετηρία προσδιορίζεται ως γίγνεσθαι, ως εντότητα του Είναι και του μη-Είναι και όπως επισημαίνει ο Χέγκελ «από εδώ και στο εξής αυτή η ενότητα Είναι και μη-Είναι αποτελεί θεμέλιο όλων των επόμενων στιγμών και χαρακτηρίζει το στοιχείο όλων όσων ακολουθούν»[32]. Στο «Κεφάλαιο» ο Μαρξ κάνει λόγο για την «ενυπάρχουσα αντίφαση» του εμπορεύματος ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία, η οποία «αποχτάει στις αντιθέσεις της μεταμόρφωσης του εμπορεύματος τις αναπτυγμένες μορφές της κίνησής της»[33].
Η αναίρεση του γίγνεσθαι οδηγεί στην «μονομερή άμεση ενότητα»[34] των στιγμών του, στο Dasein(προσδιορισμένο Είναι), το οποίο στο «Κεφάλαιο» αντιστοιχεί στην αξία χρήσης που συνιστά την άμεση ενότητα του Είναι και μη Είναι του κεφαλαίου υπό τον προσδιορισμό όμως του Είναι. Μεμονωμένα εξεταζόμενη η αξία χρήσης είναι ποιότητα, αλλά στην σχέση της με μία άλλη αξία χρήσης περιλαμβάνει την άρνησή της. Η ποιότητα γίνεται έτσι πραγματικότητα(Realität). Αυτή συνδεόμενη με μία άλλη αξία χρήσης, από την μία αρνείται τον εαυτό της από την άλλη στην άρνηση αυτή βρίσκει τον εαυτό της και συνεπώς αυτές είναι Κάτι και ένα Άλλο, το πεπερασμένο. Η αξία είναι το άπειρο ως η άρνηση του πεπερασμένου. Αλλά η αξία ως μη-αξία χρήσης οριοθετείται από την αξία χρήσης(κακή απειρία). Αν εξετάσουμε την αναπτυγμένη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τότε η αξία είναι το κοινό διαφορετικών εμπορευμάτων και η αξία χρήσης(πεπερασμένο) μία στιγμή της αξίας(άπειρο) και έτσι μεταβαίνουμε στην καταφατική απειρία. Η αξία ενός μεμονωμένου εμπορεύματος είναι άμεσα τόσο αξία εν γένει ,όσο και αξία ενός μεμονωμένου εμπορεύματος, δηλ. το άλλο της αξίας ,ως στιγμή της ίδιας της αξίας (το δια εαυτό Είναι).
2B. Ποσότητα
Ο Μαρξ αναρωτιέται «πώς μπορούμε λοιπόν να μετρήσουμε το μέγεθος της αξίας του [ενός αγαθού];» και απαντά «με το ποσό της εργασίας που περιέχεται σ’ αυτό»[35]. Ο χρόνος εργασίας είναι σύμφωνα με τον Μαρξ το μέτρο της αξίας «που ενυπάρχει στα εμπορεύματα»[36]. Στο παρόν επίπεδο ανάλυσης η εργασία παίζει το ρόλο της ποσότητας(μεγέθους) της αξίας.
Στην παρούσα παράγραφο θα δείξουμε εν συντομία ότι η εμβάθυνση από πλευράς Πολιτικής Οικονομίας στην κατηγορία «εργασία» αντιστοιχεί στην εμβάθυνση της έννοιας της Ποσότητας που πραγματοποιεί ο Χέγκελ στο πρώτο και δεύτερο κεφάλαιο του ομώνυμου δεύτερου σταδίου της Λογικής του. Η καθαρή, α-διάφορη ποσότητα της Λογικής αντιστοιχεί στην εργασία ως «υπόλειμμα», «απλό πήγμα αδιάκριτης ανθρώπινης εργασίας», «ξοδεμένης ανθρώπινης εργατικής δύναμης άσχετα από τη μορφή που ξοδεύτηκε»[37]. Αλλά αυτό το υπόλειμμα αποτελείται από «απειράριθμες, ατομικές εργατικές δυνάμεις»[38](κβάντο). Σύμφωνα με τον Μαρξ «όλη η εργατική δύναμη της κοινωνίας, που εκφράζεται στις αξίες του κόσμου των εμπορευμάτων, ισχύει εδώ σαν μια και η ίδια ανθρώπινη εργατική δύναμη, παρά το γεγονός ότι αποτελείται από απειράριθμες ατομικές εργατικές δυνάμεις»[39]κακή ποσοτική απειρία» [40]). Στην συνέχεια αποδεικνύεται κάθε ατομική εργασία ως στιγμή, ως φορέας της κοινωνικής μέσης εργατικής δύναμης: «Η κάθε μία από αυτές τις ατομικές εργατικές δυνάμεις είναι η ίδια ανθρώπινη εργατική δύναμη όπως και κάθε άλλη, εφόσον έχει το χαρακτήρα μιας κοινωνικής μέσης εργατικής δύναμης και λειτουργεί σαν τέτοια κοινωνική μέση εργατική δύναμη, εφόσον δηλαδή για την παραγωγή ενός δοσμένου εμπορεύματος χρειάζεται μόνο τον μέσο αναγκαίο ή τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας»[41](«Η απειρία του κβάντου»).
Το τρίτο κεφάλαιο της Ποσότητας της εγελιανής Λογικής περιλαμβάνει 3 λόγους[42]:
«Ο ευθύς λόγος»: ωφέλιμη εργασία(1 σακάκι)/αφηρημένη εργασία(ψ μέρες εργασίες) = αμετάβλητη παραγωγικότητα(=εκθέτης). 1 σακάκι-ψ μέρες εργασίες, 2 σακάκια-2ψ μέρες εργασίας. Αν η παραγωγικότητα όλων των ωφέλιμων εργασιών μείνει αμετάβλητη, τότε το μέγεθος της αξίας των σακακιών αυξάνεται στην ίδια αναλογία με την ποσότητά τους.
«αντίστροφος λόγος»: ωφέλιμη εργασία(1 σακάκι)/αφηρημένη εργασία(ψ/2 μέρες εργασίας) = 2Χπαραγωγικότητα(=εκθέτης). Ο διπλασιασμός της παραγωγικότητας υποδιπλασιάζει το κβάντο αφηρημένης εργασίας, το οποίο αποκρυσταλλώνεται σε ένα σακάκι. Προφανώς υπάρχουν εδώ περισσότεροι από ένας συνδυασμοί. Σύμφωνα με τον Χέγκελ «στον αντίστροφο λόγο το κβάντο είναι στον αρνητικό προσδιορισμό ένα σχετίζεσθαι με τον εαυτό του» [43].
«ο λόγος των δυνάμεων»: Η σύνθετη εργασία ισχύει μόνο ως απλή εργασία ανυψωμένη σε δύναμη, έτσι ώστε ένα μικρότερο κβάντο σύνθετης εργασίας να είναι ίσο με ένα μεγαλύτερο κβάντο απλής εργασίας. Σύμφωνα με τον Χέγκελ «στον λόγο των δυνάμεων όμως το κβάντο είναι παρόν στην διαφορά η διαφορά αυτού από τον εαυτό του» [44].

3Γ. Το μέτρο – Η μορφή της αξίας ή η ανταλλακτική αξία

Η ποιότητα περιλαμβάνει την «εσωτερική αντίθεση» του εμπορεύματος ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία. Στην ποσότητα ερευνώνται οι ποσοτικές πλευρές της αντίθεσης υπό την μορφή της συγκεκριμένης και αφηρημένης εργασίας και έτσι ανακύπτει ο κοινωνικός χαρακτήρας της εμπορευματικής παραγωγής. Η ερευνώμενη στην ποιότητα αξία, δεν εμφανίζεται μόνο αλλά και συγκροτείται εντός του μέτρου διαμέσου της σχέσης δύο εμπορευμάτων ως προϊόντων εργασίας[45]. Η «εσωτερική αντίθεση» μετασχηματίζεται σε «εξωτερική αντίθεση» και ο ένας πόλος ονομάζεται σχετική μορφή της αξίας και ο άλλος ισοδύναμη μορφή. Η γένεση της χρηματικής μορφής ως «μέτρο της αξίας» προϋποθέτει την πορεία από τις απλούστατες αφανείς μορφές της και συνεπώς απεικονίζει τα κατώτερα στάδια του πραγματοποιούμενου στην χρηματική μορφή μέτρου[46]. Η απλή μορφή της αξίας ταυτίζεται με την «Συγκεκριμένη ποσότητα», το πρώτο από τα τρία κεφάλαια που συνθέτουν το εγελιανό μέτρο.
3Γα. Απλή, μεμονωμένη ή τυχαία μορφή της αξίας – Η συγκεκριμένη ποσότητα
1. Το συγκεκριμένο κβάντο
«Το μέτρο είναι η απλή σχέση του κβάντου με τον εαυτό του, η προσδιοριστικότητά του στον εαυτό του· έτσι είναι το κβάντο ποιοτικό»[47]. Στο μέτρο σχετίζεται η αυτοσχετιζόμενη ποσότητα (αφηρημένη και συγκεκριμένη εργασία) με την ποιότητα (αξία). Η ποσότητα είναι τώρα ο λόγος ανάμεσα στην σχετική και την ισοδύναμη μορφή της αξίας και η ποιότητα είναι ο «εκθέτης». Εντός της σχέσης των πλευρών του μέτρου η μία(ισοδύναμη μορφή) είναι «ένα αδιάφορο όριο, το οποίο μπορεί να μεταβάλεται, χωρίς να αλλάζει η ποιότητα» και η άλλη είναι «ποιοτική και συγκεκριμένη»[48] (σχετική μορφή της αξίας). Οι δύο πλευρές «είναι προσδιορισμοί του μεγέθους ενός και του αυτού» μέτρου(αξία), έχουν όμως μία «διαφορετική ύπαρξη»[49] και γι’ αυτό είναι και οι δύο διαφορετικά εμπορεύματα.
Η καθ’ εαυτή(an sich) προσδιορισμένη ύπαρξη του μέτρου εξειδικεύει(spezifiziert) την εξωτερική, αδιάφορη πλευρά και μέσω αυτής της νέας σχέσης μεταβαίνουμε στο εξειδικεύον μέτρο.
2. Οι δύο πόλοι της έκφρασης της αξίας – το εξειδικεύον μέτρο
Η εξειδικεύουσα πλευρά έχει σύμφωνα με τον Χέγκελ ένα «εμμενές» μέτρο και εφόσον «αυτό είναι ένα εντός εαυτού μέτρο, επέρχεται εξωτερικά μία αλλαγή του μεγέθους της ποιότητας […] τροποποιεί την εξωτερικά τεθειμένη τροποποίηση, δημιουργεί από αυτό το κβάντο ένα άλλο και δείχνεται διαμέσου αυτής της εξειδίκευσης ως Είναι δια εαυτό εντός αυτής της εξωτερικότητας» [50].Στο «Κεφάλαιο» «το πρώτο εμπόρευμα διαδραματίζει έναν ενεργητικό και το δεύτερο έναν παθητικό ρόλο»[51]. Το «εμμενές μέτρο» της σχετικής μορφής της αξίας είναι ο χρόνος εργασίας, ο οποίος εξειδικεύεται σε διαφορετικές ποσότητες αξιών χρήσης. Στις «Θεωρίες για την υπεραξία» στην κριτική του ενάντια στον Bailey ο Μαρξ επισημαίνει: «Η αξία του ίδιου του εμπορεύματος, χωρίς να αλλάζει, μπορεί να παρουσιάζεται σε άπειρο αριθμό διαφορετικών κβάντων αξιών χρήσης, κάθε φορά που εγώ εκφράζω αυτήν στην αξία χρήσης εκείνου ή του άλλου εμπορεύματος»[52].
Η μετάβαση στο επόμενο στάδιο στον Χέγκελ πραγματοποιείται δια του ακόλουθου αποσπάσματος: «…τα στάδια του μέτρου υφίστανται όχι μόνο σε μία ποσοτική και σε μία ποιοτικοποιούσα(qualifizierende) το κβάντο πλευρά μιας και της αυτής ποιότητας, αλλά στην σχέση δύο ποιοτήτων, οι οποίες ως προς τον εαυτό τους είναι οι ίδιες μέτρα». Στο «Κεφάλαιο» παρατηρεί ο Μαρξ, συνιστά μία «επιπόλαιη αντίληψη» ,το «ότι στην εξίσωση της αξίας το ισοδύναμο έχει πάντα μόνο τη μορφή μιας απλής ποσότητας ενός πράγματος»[53]. Έτσι μεταβαίνει στην έρευνα των δύο πλευρών ως ποιότητες.
3α. Ποιοτική σχέση
Ο Μαρξ παρουσιάζει την σχέση των δύο πόλων της μορφής της αξίας και έτσι «είναι και οι δύο πλευρές ποιοτικά αντίθετες και κάθε μία είναι δια εαυτή μία τέτοια ύπαρξη». Μπορούμε να παρατηρήσουμε στην παρουσίαση των τριών ιδιομορφιών της ισοδύναμης μορφής μία σταδιακή εμβάθυνση(από επιφανειακούς προς όλο και πιο ουσιώδεις προσδιορισμούς) της εσωτερικής σχέσης των δύο «αντίθετων» μεταξύ τους ποιοτήτων:
1. η αξία χρήσης είναι μορφή εμφάνισης της αξίας.
2. η συγκεκριμένη εργασία είναι μορφή εμφάνισης της αφηρημένης.
3. Η ατομική εργασία είναι μορφή της κοινωνικής εργασίας.

3β. Ποσοτική προσδιοριστικότητα της σχετικής μορφής της αξίας
Σύμφωνα με τον Μαρξ «η μορφή της αξίας δεν έχει να εκφράσει μόνο αξία γενικά ,μα ποσοτικά καθορισμένη αξία»[54]. Όταν οι πλευρές είναι ποιοτικά όμοιες(ως προϊόντα εργασίας) ,μπορούν αυτές να γίνουν συγκρίσιμες ποσοτικά. Στον Χέγκελ «…το μέτρο είναι έτσι το εμμενές ποσοτικό σχετίζεσθαι δύο ποιοτήτων μεταξύ τους» [55]. Ο Μαρξ αναλύει τις 4 βασικές ποσοτικές σχέσεις που εμφανίζονται ανάμεσα σε δύο ποιότητες και αποδεικνύει, ότι «στο μέτρο εμφανίζεται ο ουσιαστικός προσδιορισμός του μεταβλητού μεγέθους» ,επειδή «οι πραγματικές αλλαγές στα μεγέθη της αξίας δεν καθρεφτίζονται ούτε αναμφσβήτητα ούτε εξαντλητικά στη σχετική τους έκφραση ή στο μέγεθος της σχετικής αξίας»[56].
4. Το όλο της απλής μορφής της αξίας – Το Είναι δια εαυτό στο μέτρο

Άρνηση: Αυτοτελής έκφραση της αξίας

«Η αξία ενός εμπορεύματος εκφράζεται αυτότελα»[57] στην σχέση δύο διαφορετικών εμπορευμάτων. Η ισοδύναμη μορφή του πράγματος, εντός της οποία το μέγεθος της αξίας ενός άλλου πράγματος παρουσιάζεται, φαίνεται λόγω αυτής της «αυτοτέλειας», σαν να ήταν «κοινωνική ιδιότητα» ανεξάρτητη από την ανταλλακτική σχέση. Αυτή η εμφάνεια ενισχύεται στην χρηματική μορφή, οπου , «ένα εμπόρευμα γίνεται χρήμα όχι γιατί όλα τα άλλα εμπορεύματα αρχίζουν να εκφράζουν με αυτό τις αξίες τους ,αλλά ότι αντίστροφα μετρούν τις αξίες τους με αυτό ,γιατί είναι χρήμα»[58]. Η αυτοτελής έκφραση της αξίας είναι το άμεσο μέτρο και η ανταλλακτική σχέση το εντός εαυτού εξειδικευμένο. Σύμφωνα με τον Χέγκελ «…το μέτρο τώρα πραγματοποιείται με αυτόν τον τρόπο […],με το ότι και οι δύο πλευρές του είναι μέτρα –διακρίνομενα το ένα ως άμεσο ,εξωτερικό και το άλλο ως εξειδικευμένο εν εαυτώ- και αυτό είναι η ενότητα αυτών» [59].

Άρνηση της άρνησης: άρνηση της αυτοτέλειας 
Η αυτοτελής έκφραση της αξίας ως άμεσο μέτρο αποδεικνύεται όμως ως εξαρτημένη από την ανταλλακτική σχέση· η απλή μορφή της αξίας αναπαράγει την εσωτερική αντίθεση του εμπορεύματος σε εξωτερική μορφή και γι’αυτό ταυτίζεται με την τυχαία, μεμονωμένη ανταλλακτική σχέση δύο εμπορευμάτων. Κάθε φορά που η ανταλλαγή ολοκληρώνεται[60], εξαφανίζεται η μορφή της αξίας, καθότι το προτσές της ανταλλαγής δεν έχει αποχτήσει ακόμη σταθερότητα μιας και διενεργείται σποραδικά. Συνεπώς, ο αυτοπροσδιορισμός του μέτρου, «υφίσταται άρνηση, επειδή έχει στο άλλου του[το άμεσο μέτρο], την τελευταία ,δια εαυτή ούσα προσδιοριστικότητα·  και αντίστροφα έχει το άμεσο μέτρο, το οποίο οφείλει να είναι στον ίδιο τον εαυτό του ποιοτικό, σε εκείνο [εσωτερικά προσδιορισμένο] μόνο στα αλήθεια την ποιοτική προσδιοριστικότητα»[61]. Η σχέση ανταλλαγής ναι μεν διαμορφώνει μία αυτοτελή έκφραση της αξίας(πρώτη άρνηση) αλλά ταυτόχρονα η ύπαρξη και ανάπτυξη αυτής εξαρτάται από την σχέση άνταλλαγής(δεύτερη άρνηση-δια εαυτό Είναι).
Η αρνητική αυτή ενότητα είναι ένα «αυτόνομο όλο ως δια εαυτό ον εν γένει και ταυτόχρονα μία απώθηση σε διαφορετικά αυτόνομα…»[62]. Η αξία εμφανίζεται σε μία μεμονωμένη, ασταθή, τυχαία μορφή, η οποία αντιφάσκει στον κοινωνικό της χαρακτήρα, ενώ αποκτά μία ισοδύναμη μορφή, η οποία να είναι αδιάφορη απέναντι στον συγκεκριμένο χαρακτήρα της εργασίας στην παράγραφο με τίτλο η «Ολική μορφή της αξίας». Στην γενική μορφή της αξίας και στη συνέχεια στην χρηματική μορφή αποκτά την «γενική σχετική μορφή της αξίας» και προβάλλει ρητά για πρώτη φορά ο θετικός χαρακτήρας της αντικειμενοποιημένης εργασίας.




[1] Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας(στο εξής Κ.Π.Ο.),σελ. 66,τ.Α’,εκδ.Στοχαστής,μτφ. Δ.Διβάρης
[2] Φαινομενολογία του Πνεύματος(στο εξής ΦΠ),σ. 155,τ.Α’,εκδ.Δωδώνη,μτφ. Δ.Τζωρζόπουλος
[3] Στο ίδιο,σ.123
[4] Η έννοια αυτή χρησιμοποιείται από τον Χέγκελ και τον Βαζιούλιν και δηλώνει ένα αντικείμενο του οποίου οι πλευρές βρίσκονται σε εσωτερική σχέση μεταξύ τους και εκτός της σχέσης τους καταρρέουν(πχ. τα όργανο του ανθρώπινου οργανισμού)
[5] Στο ίδιο,σ.132
[6] Στο ίδιο,σ.126
[7] Σύμφωνα με τον Χέγκελ η απόλυτη ταυτότητα(το «αληθές») είναι ενεργά πραγματική(wirklich) μόνο στο αποτέλεσμα και συγκροτημένη ως σύστημα.
[8] Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Γ.Φαράκλας, βλ. Φαινομενολογία του Νου, υποσημ. σ.729,εκδ. Εστία
[9] Όχι δηλ. σε κάποια προσδιορισμένη επιστήμη ,όπως είναι η λογική ή η φιλοσοφία της φύσης κτλ.
[10] Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι παραδόσεις αυτές ασχολούνται κατ’ εξοχήν με την ιστορία της Λογικής. Υπάρχουν αναφορές και στους άλλους κλάδους της φιλοσοφίας, αλλά εμάς θα μας απασχολήσει μόνο η ιστορία της Λογικής.
[11] Wissenschaft der Logik I(στο εξής WL I), S. 35, Bd.5
[12] Η Λογική της Ιστορίας,Β.Βαζιούλιν,σ.95,εκδ. ελλ. Γραμμ.,μτφ. Δ.Πατέλης
[13] Οι κατηγορίες αυτές χρησιμοποιούνται από τον Βαζιούλιν για την μελέτη κάθε οργανικού όλου.
[14] Vorlesungen über die Geschichte der Philosophie(στο εξής VGP), S. 124 ,Bd. 18
[15] Διδασκαλία περί της Έννοιας, σ.627, εκδ.Παπαζήση,μτφ. Δ.Τζωρτζόπουλος
[16] WL IS.90, Bd.5
[17] VGP, σ. 124 ,Bd. 18
[18] Στο ίδιο, σ. 127 ,Bd. 18             
[19] Στο ίδιο, σ. 128,129 ,Bd. 18
[20] Η διάκριση που θα ακολουθήσει, αν και φέρει στενή συνάφεια με τις εγελιανές κατηγορίες της καθολικότητας, μερικότητας και ενικότητας(Einzelheit), δεν ταυτίζεται με αυτές ούτε σε επίπεδο ορολογίας ,ούτε σε επίπεδο περιεχομένου.
[21] Εξαιρετικής σημασίας καθήκον είναι η συγκριτική μελέτη και αντιπαραβολή της γενικής Λογικής του Χέγκελ με τα κεκτημένα της μετά τον Χέγκελ φιλοσοφίας, τόσο της «αναλυτικής» ,όσο και της  «ηπειρωτικής» παράδοσης.  
[22] Ο Καντ και ο Φίχτε ήταν πρόδρομοι αυτής της Deduktion. Ο Χέγκελ μέμφεται τον Καντ γιατί δανείστηκε τις κατηγορίες από την «εμπειρική ταξινόμηση των ειδών της κρίσης»· αντίθετα ο Φίχτε «μας κατέστησε προσεκτικούς στην ανάγκη να εκθέτουμε την αναγκαιότητα των κατηγοριών και να καταδείχνουμε το πώς παράγονται»(Μικρή Λογική, σ.126). Παρόλα αυτά το καθαρό Εγώ, που επιλέγει ο Φίχτε ως αφετηρία, προϋποθέτει την άρση της συνειδησιακής αντίθεσης( η οποία στον Χέγκελ συντελείται με την Φαινομενολογία) και στο βαθμό που αυτός δεν προβαίνει σε αυτήν ,το καθαρό Εγώ είναι ένα «υποκειμενικό αίτημα».(WL IS.77,78)
[23] VGP, σ. 49 ,Bd. 18
[24] ΦΠ σ.141,145 
[25] WL I, σ. 30, Bd. 5, (θεωρώ το συγκεκριμένο απόσπασμα ένα εκ των πλέον διαφωτιστικών σε σχέση με το πώς κινείται η Λογική του Χέγκελ)
[26] Βεβαίως δεν υπάρχει πλήρης αντιστοίχηση αλλά ακριβώς αυτό δεν είναι ελάττωμα αλλά «σημείο ορθής κατασκευής» Γνωσιοθεωρία και μέθοδος στον Έγελο,Γ. Φαράκλας,σ. 186
[27] Κ.Π.Ο.  σ. 66,67
[28] Η επιστήμη της Λογικής(μικρή Λογική),σ.97,εκδ.Δωδώνη,μτφ.Γ.Τζαβάρας
[29] Enzyklopädie der philosophischen Wissenschaften im Grundrisse II, S. 20,21 ,Bd. 9
[30] Δανειζόμαστε τον όρο από τον Χέγκελ στην «Απόλυτη Ιδέα», σελ.648
[31] Το βιβλίο είναι μεταφρασμένο από τα ρώσσικα στα γερμανικά με τίτλο “Die Logik der Geschichte von K.Marx
[32] WL I,S.86
[33] Το Κεφάλαιο,σ.126
[34] WL I,S.113
[35] Το Κεφάλαιο,τ.Α,σ.53,εκδ. Σύγχρονη εποχή,μτφ.Π.Μαυρομάτης
[36] Στο ίδιο,σ.107, στο παρόν απόσπασμα υπάρχει μεταφραστικό πρόβλημα καθώς στο πρωτότυπο ο Μαρξ μιλά για „immanentes Wertmaß“, κάτι που αποδίδεται στα ελληνικά ως «ενυπάρχει». Από δώ και στο εξής θα μεταφράζουμε την φράση του Μαρξ ως «εμμενές μέτρο».
[37] Στο ίδιο,σ.52
[38] Στο ίδιο,σ.53
[39] Στο ίδιο,σ.53
[40] WL IS. 264, Bd. 5
[41] Στο ίδιο,σ.53
[42] Η γερμανική λέξη είναι Verhältnis και κυριολεκτικά σημαίνει σχέση αλλά εδώ πρόκειται για το κλάσμα ή αλλιώς τον μαθηματικό λόγο
[43] WL I, S. 383, Bd. 5
[44] WL I, S. 383, Bd. 5
[45] «Η αλήθεια είναι ότι η διάσταση της αξίας συγκροτείται την ίδια στιγμή ως το μέτρο της. Αυτό σημαίνει ότι είναι ακόμα πιο αφηρημένο από τον χώρο, επειδή η έκταση είναι αντιληπτή ως τέτοια πριν την ανάπτυξη ενός ενοποιημένου μετρικού συστήματος»  C.Arthur - The New Dialectic and Marxs CapitalS. 96
[46] «Το χρήμα σαν μέτρο αξίας είναι η αναγκαία μορφή εμφάνισης του μέτρου της αξίας, του χρόνου εργασία που είναι εμμενές μέτρο των εμπορευμάτων»σ. 107, Το Κεφάλαιο
[47] WL IS. 394, Bd. 5
[48] Στο ίδιο, S. 398, Bd. 5
[49] Στο ίδιο, S. 398, Bd. 5
[50] Στο ίδιο, S. 399,400, Bd. 5
[51]Το Κεφάλαιο,σ.62
[52] Theorien über den Mehrwert, Bd. 26.3, S. 124
[53] Το Κεφάλαιο,σ.70
[54] Στο ίδιο,σ.67
[55] WL IS. 403, Bd. 5
[56] Το Κεφάλαιο,σ.68
[57] Στο ίδιο,σ.74
[58] Στο ίδιο,σ.106
[59] WL IS. 411, Bd. 5
[60] Ίστορικά τέτοιου είδους σποραδικές ανταλλαγές ανακύπτουν στην εποχή των γενών.
[61] WL IS. 411, Bd. 5
[62] Στο ίδιο, S. 412, Bd. 5